Νομίζετε ότι η χώρα μας δεν έχει κρυμμένους θησαυρούς; Έχει και ονομάζονται σπήλαια! Σε κάθε πλευρά της Ελλάδας μας υπάρχει και ένας κρυμμένος θησαυρός που περιμένει να τον επισκεφτούμε και να θαυμάσουμε την ομορφιά του! Ας ταξιδέψουμε μαζί σε υπέροχους προορισμούς κάθε εποχής του χρόνου, πηγαίνοντας εκατοντάδες χρόνια πίσω όταν οι μύθοι ήταν ακόμη ζωντανοί!

Αλιστράτη Σερρών

Σπήλαιο Λιμνών

Δυρός

Πηγές Αγγίτη

Σπήλαιο Δράκου Καστοριάς

...κι άλλα!!!

Αλιστράτη Σερρών

Το σπήλαιο Αλιστράτης είναι ένα από τα ομορφότερα αλλά και μεγαλύτερα της χώρας. Βρίσκεται 6 χλμ. νοτιοδυτικά της ομώνυμης κωμόπολης και απέχει από τις Σέρρες 50 χλμ., από τη Δράμα 25 χλμ. και από την Καβάλα 55 χλμ. Είναι τουριστικά αξιοποιημένο και λειτουργεί όλες τις μέρες του χρόνου. Πιο συγκεκριμένα η θέση του σπηλαίου βρίσκεται στην περιοχή του Πετρωτού, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως γεωλογικός παράδεισος, αφού πολλά μεγάλα και μικρά σπήλαια υπάρχουν κάτω από την επιφάνειά του. Το σπήλαιο, εκτός από τον πλουσιότατο διάκοσμο που διαθέτει και εντυπωσιάζει, χαρακτηρίζεται και για το επίσης πλούσιο βιολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει. Υπάρχουν 36 είδη μικροοργανισμών, όπως Δολιχόποδα, Μυριόποδα και ένα είδος πρωτόγνωρο που ζει μόνον εδώ, καθώς και 7 είδη νυχτερίδων και πολλοί μικροοργανισμοί. Ο τουριστικός διάδρομος είναι περίπου 1.000 μέτρα, ενώ συνολικά φτάνει τα 3.000 μέτρα. Το σπήλαιο είναι μια μοναδική εμπειρία για όποιον περάσει την πόρτα και βρεθεί σε αυτόν τον υπέροχο υπόγειο κόσμο της Αλιστράτης.

Κλιματολογικά Στοιχεία

Λόγω του μικρού πάχους των υπερκείμενων στρωμάτων (10-30μ.) οι θερμοκρασίες του σπηλαίου είναι σχετικά υψηλές (15ο -17ο C) και λόγω του μειωμένου εξαερισμού η θερμοκρασία αυτή διατηρείται και το χειμώνα. Επίσης λόγω του μειωμένου εξαερισμού και της επαρκούς υδροδοτήσεως το χειμώνα, την άνοιξη η υγρασία είναι πολύ υψηλή (σχετική υγρασία 95-105% ) και εδώ οι διακυμάνσεις των τιμών μέσα στο χρόνο είναι πολύ μικρές. Η περιεκτικότητα σε διοξείδιο του άνθρακα στο σπήλαιο είναι κατά μέσο όρο 600 PPM (0,06%). Η σχετική υψηλή τιμή οφείλεται στο μικρό πάχος των υπερκείμενων στρωμάτων και την υψηλή σταλακτιτική δραστηριότητα. Κατόπιν μελέτης των κλιματολογικών συνθηκών του σπηλαίου βρέθηκε ότι επικρατεί θαυμάσιος εξαερισμός σε όλα τα μέρη του. Η θερμοκρασία μέσα στο σπήλαιο είναι 17 - 20 C (χειμώνα - καλοκαίρι). Για να γίνουν 2 χιλιοστά ενός σταλακτίτη χρειάζονται 100 χρόνια...Ο Αυστριακός δόκτωρ Ζέεμαν, που ερεύνησε το σπήλαιο, δηλώνει ότι ο τελευταίος βράχος που έπεσε μέσα σ' αυτό είναι πριν 700.000 χρόνια...

Βιοσπηλαιολογία

Το οικοσύστημα του σπηλαίου Αλιστράτης παρουσιάζει πολύ μεγάλο βιολογικό ενδιαφέρον, λόγω του μεγέθους του, του εντυπωσιακού αριθμού νυχτερίδων που φιλοξενεί και της ύπαρξης ενδημικών του σπηλαίου οργανισμών και γι' αυτό χρειάζεται βιοσπηλαιολογική έρευνα. Το σπήλαιο έχει μια αρκετά πλούσια πανίδα, η οποία προσδιορίστηκε κατά καιρούς από τους : ΣΥΜΕΩΝΙΔΗ , SCHONMAN του Ζωολογικού τμήματος του φυσιογραφικού Μουσείου Βιέννης ΚΑΛΟΥΣΤ ΠΑΡΑΓΚΑΜΙΑΝ, Βιολόγου του Πανεπιστημίου Κρήτης BERON. Υπάρχουν οργανισμοί και συνολικά 36 είδη μικροοργανισμών, όπως Δολιχόποδα, Μυριάποδα και ένα πρωτόγνωρο που το ονόμασαν Αλιστράτια Μπερόν. Επίσης επτά είδη νυχτερίδων, ένα ενδημικό ζωύφιο, ισόποδο τριών χιλιοστών, λυκόποδα, δύο κολιόπτερα και ένα λεπιδόπτερο Το οικοσύστημα του σπηλαίου είναι σπάνιο, μοναδικό και πολύ πλούσιο. Μέχρι σήμερα έχουν αναφερθεί τα κάτωθι είδη ΣΠΟΝΔΥΛΩΤΑ Α) ΑΜΦΙΒΙΑ Βρέθηκαν ένας Φρύνος και ένας Τρίτουρος (BUFO BUFO και TRITURUS CRISTATUS) στο δάπεδο του βάραθρου της φυσικής εισόδου. Αυτά σεν έχουν αναρριχητικές ικανότητες, προφανώς έπεσαν και παγιδεύτηκαν εκεί προερχόμενα από την περιοχή του ποταμού. Β) ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ (Χειρόπτερα) Αναφέρθηκαν 6 είδη νυχτερίδων, οι πληθυσμοί των οποίων μειώνονται συνεχώς, τα είδη τους είναι: RHINOLOPHUS MEHELYI (με πεταλοειδή μύτη) RHINOLOPHUS EURYALE (πεταλοειδής μύτη Μεσογείου) MYOTIS MYOTIS (μεγάλη με αυτιά ποντικού) MYOTIS BLYTHI (μικρή με αυτιά ποντικού) MYOTIS CAPACCINII (νυχτερίδα με μεγάλα πόδια) MINIOPTERUS SCHREIBERSI (νυχτερίδα με μεγάλα φτερά) Δεκάδες χιλιάδες νυχτερίδες βρίσκουν καταφύφιο για αναπαραγωγή και κούρνισμα κατά τους θερινούς μήνες λόγω της υψηλής θερμοκρασίας του σπηλαίου. Άλλα θηλαστικά που βρέθηκαν τυχαία: Λαγός, Τρωκτικό, Αλεπού, Ικτίδα. ΑΣΠΟΝΔΥΛΑ Αποτελούν το πιο σημαντικό κομμάτι της σπηλαιόβιας πανίδας με αποκορύφωμα τα Τρωγλόβια που μπορεί να είναι ενδημικά, είτε του σπηλαίου, είτε της ευρύτερης καρστικής περιοχής . Το σπήλαιο της Αλιστράτης λόγω των εκτεταμένων εναποθέσεων κοπράνων (GUANO), έχει πολλά Τρωγλόφιλα, μικρά αρθρόποδα . Στις εναποθέσεις αυτές στη θολωτή αίθουσα βρίσκονται χιλιάδες δείγματα ψευδοσκορπιών που έχουν τις φωλιές τους, πολλά Κολλέμβολα . Από αρπακτικά Τρωγλόφιλα, κολεόπτερα και μαλάκια. Επίσης το ενδημικό νέο είδος ALISTRATIA BERONI είναι το μοναδικό μέρος που ζει αυτό το είδος.

Διάκοσμος

Το σπήλαιο περιέχει πλούσιο λιθοματικό διάκοσμο, που διακρίνεται για την ομορφιά του και την ποικιλία των σπηλαιοαποθέσεων. Μεγάλη είναι η ποικιλία σταλαγμιτών και σταλακτιτών από άποψη μορφών και ιδιαίτερα από άποψη ηλικίας. Υπάρχουν παλιοί σταλακτώνες που συχνά φράσσουν τις σήραγγες (στοές) του σπηλαίου καθώς και οι σταλακτίτες, που βρίσκονται στο αρχικό στάδιο σχηματισμού. Οι παλιοί σταλακτίτες απαντούν κυρίως στις δεξιές από την είσοδο στοές, ενώ οι "ΒΡΕΦΙΚΟΙ" σταλακτίτες στην αριστερή στοά από την είσοδο, στη λεγόμενη στοά "ΠΑΝΤΕΛΟΝΑΚΙΑ". ΣΤΑΛΑΚΤΙΤΕΣ: Είναι λιθώδεις (ασβεστολιθικοί) σχηματισμοί που δημιουργούνται στην οροφή ή τα τοιχώματα των σπηλαίων, έχουν σχήμα κωνοειδές ή στηλοειδές, ενώ όσοι εμφανίζονται στα τοιχώματα έχουν την μορφή παραπετασμάτων. Το μήκος τους κυμαίνεται από μερικά εκατοστά μέχρι πολλά μέτρα. ΣΤΑΛΑΓΜΙΤΕΣ: Σχηματίζεται από τις σταγόνες του νερού που περιέχουν όξινο ανθρακικό ασβέστιο και πέφτοντας στο έδαφος κάτω από τον σταλακτίτη σχηματίζουν κατακόρυφη στήλη ασβεστολικής απόθεσης, που λέγεται σταλαγμίτης και με την πάροδο του χρόνου είναι δυνατό να σχηματισθούν σταλακτιτικές κολώνες όταν ενωθεί ο σταλακτίτης με τον σταλαγμίτη. ΕΛΙΚΤΙΤΕΣ: Αποτελούν μορφή σταλακτιτών και αναπτύσσονται στα τοιχώματα και τα δάπεδα, καθώς και στις οροφές των σπηλαίων με τη μορφή ελικοειδώς διακλαδιζόμενων δομών. Τροφοδοτούνται από μικρά ανοίγματα στο πέτρωμα, αλλά με τόσο αργό ρυθμό ώστε οι σταγόνες εξατμίζονται στα άκρα της δομής και δεν πέφτουν στο δάπεδο. ΑΣΠΙΔΕΣ Ή ΠΑΛΕΤΕΣ :Σχηματίζονται από διαφυγές νερού δια μέσου ρωγμών και πολλές φορές έχουν διάμετρο αρκετών μέτρων. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ σπηλαίων , είναι ασβεστολιθικές συνενώσεις που έχουν τη μορφή σφαιρών.Αξίζει να αναφερθούν και τα "ΓΚΟΥΡ", σπηλαιοαποθέσεις με ιδιαίτερη και εντυπωσιακή παρουσία. Τα Γκουρ είναι μικροφράγματα ανθρακικού ασβεστίου στο δάπεδο του σπηλαίου, η δημιουργία τους εξαρτάται από τις βροχοπτώσεις της περιοχής του σπηλαίου. Πάνω σ' αυτά αναπτύσσεται μια σπάνια πανίδα. Τα "ΩΟΕΙΔΗ" και τα "ΟΓΚΟΕΙΔΗ" σκουρόχρωμα είναι άλλες μορφές σπηλαιοαποθέσεων, είναι σφαιρικής ή ελλειψοειδούς μορφής και απαντούν στο δάπεδο του σπηλαίου, μέσα σε φυσικές κοιλότητες.Τα "ΚΟΥΝΟΠΙΔΟΕΙΔΗ" είναι μια άλλη μορφή σπηλαιοαποθέσεων, τα συναντάμε πάνω σε σταλακτίτες ή σταλαγμίτες ή σε άλλες επιφάνειες. "ΕΚΚΕΝΤΡΙΤΕΣ" μεπολυποίκιλα σχήματα. Παλαιοντολογία Το τουριστικό σπήλαιο Αλιστράτης καλύπτει επιφάνεια τουλάχιστον 25.000 τ.μ. και μήκος 3.000 μ. Η πανίδα που εγκλείεται μέσα σε ιζήματα μικρού και μεγάλου πάχους, που είναι διάσπαρτα σ' όλη την επιφάνεια του σπηλαίου, χρονολογείται περίπου από 2.000.000 χρόνια πριν..... Τα ιζήματα αυτά ανήκουν στο τεταρτογενές (εποχή από 2 εκατομ. χρόνια πρν έως σήμερα). Μέσα σ' αυτά τα ιζήματα που αποτελούν επιστημονικά αρχεία της φύσης υπάρχουν απολιθώματα διαφόρων ζώων, καθώς και αρχαιολογικά ευρήματα. Σε ορισμένα σημεία αποκαλύφθηκαν περιασβεστωμένα οστά ζώων και με μια πρόχειρη εξέταση πρόκειται περί χορτοφάγων ζώων. Πάντως στα πλούσια ιζήματα του σπηλαίου είναι βέβαιο ότι θα βρεθούν παλαιοντολογικά ευρήματα εάν γίνουν συστηματικές έρευνες σ' ορισμένα σημεία (θέσεις) του σπηλαίου. Μιλούν για ύπαρξη αρχανθρώπων με βάση τα οστρακοειδή και τα βραχογραφήματα, που αποκαλύπτονται σ' αυτό.

Αβιοτικές Ζώνες

Το Σπήλαιο Αλιστράτης παρουσιάζει οικολογικά χαρακτηριστικά που σε γενικές γραμμές υπάρχουν σε όλα τα μεγάλα ασβεστολιθικά σπήλαια. Παρουσιάζει όμως και αρκετές ιδιαιτερότητες που οφείλονται στη γεωγραφική του θέση, το πάχος οροφής και την πανιδική του σύνθεση. Αβιοτικές παράμετροι. α) Υπόστρωμα. Το υπόστρωμα του σπηλαίου είναι αργιλώδες (terra rοsa) και έχει συσσωρευτεί εκεί παρασυρόμενο με το νερό της βροχής από το υπερκείμενο έδαφος, δημιουργώντας στρώματα πάχους έως πολλών μέτρων. Σε πολλά σημεία, και κυρίως στον πρώτο θάλαμο, είναι ανακατεμένο με κοπριά νυχτερίδων μέχρι πάχους 10 εκ. β) θερμοκρασία. Η θερμοκρασία του σπηλαίου είναι μάλλον υψηλή για τα ελληνικά δεδομένα, πράγμα που μπορεί να αποδοθεί στο μικρό πάχος οροφής, στις μεγάλες καλοκαιρινές θερμοκρασίες και στο ότι το υπερκείμενο έδαφος είναι γυμνό. Πρακτικά το σπήλαιο περιλαμβάνει δύο θερμοκρασιακές ζώνες: Τη ζώνη μεταβλητής θερμοκρασίας και τη ζώνη σταθερής θερμοκρασίας. Η πρώτη καλύπτει τον χώρο μεταξύ των δύο εισόδων και η θερμοκρασία της μεταβάλλεται ανάλογα με την εξωτερική. Η μεταβολή είναι έντονη, εξ αιτίας του ρεύματος αέρα μεταξύ των εισόδων. Έτσι για εξωτερική θερμοκρασία 2°C έχει 9 - l2°C, ενώ για εξωτερική θερμοκρασία l2°C έχει l5°C. Η δεύτερη ζώνη περιλαμβάνει τον υπόλοιπο όγκο του σπηλαίου και έχει σταθερή θερμοκρασία 17 + 0,3° C. γ) Yγρασία. Όπως και για τη θερμοκρασία, έτσι και για την υγρασία υπάρχουν δύο ευδιάκριτες υγρασιακές περιοχές. Η ζώνη μεταβλητής σχετικής υγρασίας που βρίσκεται στους θαλάμους μεταξύ των εισόδων και έχει χαρακτηριστικό την υγρασιακή στρωμάτωση. Μεγαλύτερη πυκνότητα υπάρχει μεταξύ 0,7 και 1,5 μ. κατά μέσο όρο και είναι ιδιαίτερα εμφανής. Η υγρασία εδώ κυμαίνεται μεταξύ 70% και 95%. Η ζώνη σταθερής σχετικής υγρασίας έχει αντίστοιχη τιμή 90% + 5.δ) Σύσταση του αέρα-αερισμός. Η ανταλλαγή αερίων μεταξύ του σπηλαίου και του εξωτερικού περιβάλλοντος συμβαίνει όπως και σε άλλα σπήλαια. Η ύπαρξη βαρομετρικών χαμηλών στην περιοχή προκαλεί την είσοδο αέρα, ενώ αντίθετα όταν υπάρχουν βαρομετρικά υψηλά βγαίνει αέρας από την είσοδο του σπηλαίου. Από την ένταση της νυχθήμερης και διεποχιακής εναλλαγής των βαρομετρικών πιέσεων εξαρτάται και η "αναπνευστική" ένταση του σπηλαίου. Ο αέρας του σπηλαίου εξετάστηκε ως προς την περιεκτικότητά του σε διοξείδιο του άνθρακα, με επιτόπιες μετρήσεις στους σταθμούς, ώστε να βρεθεί η κατά μήκος και ύψος διακύμανσή του. Τριανταέξι (36) δείγματα (τρία από κάθε σταθμό) των l5 ml, καλά σφραγισμένα, μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο για ποιοτική ανάλυση, μήπως και ανιχνευτούν άλλες ενώσεις, ίσως επικίνδυνες για τους επισκέπτες (κυρίως στα μέρη όπου αποσυντίθεται κοπριά νυχτερίδων).Η συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα στον αέρα του σπηλαίου βρέθηκε κατά μέσο όρο λίγο μικρότερη από 0,06% (η αντίστοιχη στον ατμοσφαιρικό αέρα είναι 0,04% ενώ συγκεντρώσεις 0,1 - 0,2% δεν θεωρούνται επικίνδυνες για τον άνθρωπο). Η διακύμανση της συγκέντρωσης αυτής είναι πολύ μικρή. Ακόμα και πάνω στο γκουανό οι τιμές κυμαίνονταν σε αυτά τα επίπεδα. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι η μικροβιακή δραστηριότητα είναι μικρή, εξ αιτίας της μη ανανεούμενης οργανικής ύλης (οι νυχτερίδες έχουν αποκλειστεί από το σπήλαιο) . Η ποιοτική ανάλυση με φασματογράφο μάζας τετραπόλου έδωσε ότι ο αέρας του σπηλαίου αποτελείται από ήλιο (He), άζωτο (Ν2)' οξυγόνο (02), αργό (Ar), διοξείδιο του άνθρακα (C02) και νερό (Η2Ο). Μέχρι μοριακής μάζας 150 μονάδες δεν ανιχνεύτηκε καμία άλλη ουσία.

Βιότοποι

Τα είδη βιότοπων που απαντούντα στο σπήλαιο είναι πέντε: Λόφοι κοπράνων νυχτερίδων. Το σπήλαιο Αλιστράτης είναι ένα από τα λίγα ελληνικά σπήλαια που περιέχουν τόσο μεγάλες ποσότητες (τόννους) περιττωμάτων από νυχτερίδες. Το γεγονός αυτό φανερώνει το πόσο σημαντικό ήταν το σπήλαιο αυτό για τη διημέρευση ή και τη διαχείμασή τους. Λόφοι περιττωμάτων, σε ποικίλο βαθμό αποσύνθεσης, είναι κατασπαρμένοι στο σπήλαιο. Οι μεγαλύτερες ποσότητες βρίσκονται στην αίθουσα των γκουανό. Σε κανέναν άλλο λόφο δεν παρατηρήθηκαν τόσο πλούσιες σε πληθυσμούς και είδη γουανόβιες βιοκοινωνίες. Πλήθος κολεοπτέρων, διπλοπόδων, αραχνών, διπτέρων, στο σύνολό τους τρωγλόφιλα, ζουν εκεί. Ειδικά οι λόφοι αυτοί λοιπόν είναι ιδιαίτερης σημασίας για το οικοσύστημα. Οι υπόλοιποι λόφοι είτε βρίσκονται σε προχωρημένα στάδια αποσύνθεσης είτε είναι καταπατημένοι από τους επισκέπτες. Μικρές περιοχές με περιττώματα νυχτερίδων. Σε όλα τα σημεία του σπηλαίου υπάρχει πλήθος από μικρές "κηλίδες" γουανό, περισσότερες όμως και αδιατάρακτες υπάρχουν εκτός του κύριου μονοπατιού που ακολουθούν οι επισκέπτες. Εδώ οι βιοκοινωνίες είναι πιο απλές, φτωχότερες σε είδη και πληθυσμούς. Παρ' όλα αυτά οι "κηλίδες" αυτές είναι πολύ σημαντικές, λόγω του μεγάλου αριθμού τους και γιατί εκεί τρέφονται (αφού λείπουν οι πολλοί ανταγωνιστές και θηρευτές) τα δύο τρωγλόβια ισόποδα. Οργανικά υλικά φυτικής προέλευσης. Πρόκειται ουσιαστικά για τόπο τροφής και όχι για βιότοπο. Είναι όλα τα ξύλα, φύλα και σπέρματα που έχουν πέσει (είσοδος) ή μεταφερθεί (από ζώα ή τον άνθρωπο) μέσα στο σπήλαιο. Αναφέρονται ξεχωριστά γιατί αποτελούν τροφή για τρωγλόβια ισόποδα και γαστερόποδα. Αργιλώδες έδαφος. Αποτελεί το πιο ολιγοτροφικό μικροπεριβάλλον του σπηλαίου και σε σχετικά καλή κατάσταση υπάρχει στους θαλάμους δεξιά και αριστερά της τεχνητής εισόδου. Μιας και οι ποσότητες οργανικής ύλης είναι πολύ μικρές, οι βιοκοινωνίες που ζουν εδώ είναι οι φτωχότερες του σπηλαίου. Η παρουσία αρπακτικών κολεοπτέρων και αραχνών είναι πολύ μικρή και γι' αυτό πιθανά μόνo εδώ γίνεται αισθητή η παρουσία του πολύ σημαντικού τρωγλόβιου δίπλουρου. Τοιχώματα. Στα τοιχώματα, μέχρις ύψους 1 μ. κατά μέσο όρο, ζουν αράχνες, διπλόποδα και δίπλουρα.

Γεωλογία

Η περιοχή της Αλιστράτης ανήκει γεωτεκτονικώς στην μεταμορφωμένη μάζα της Ροδόπης, η οποία θεωρείται ως μία παλαιά κρατονική μάζα με αρχαϊκό πυρήνα και επ' αυτής Παλαιοζωικής και Μεσοζωικής ηλικίας μεταμορφωμένα στρώματα. Λόγω της μεταμορφώσεως και του έντονου τεκτονισμού είναι πολύ δυσχερής η στρωματογραφική έρευνα και δεν υφίσταται λεπτομερής στρωματογραφική περιγραφή. Το σύνολο των στρωμάτων της μάζας της Ροδόπης, πάχους άνω των 12000 μ. διακρίνεται σε τρεις μεγάλες ομάδες στρωμάτων. Aνωτέρα ομάδα σχιστοφυών γνευσίων,ομάδα μαρμάρων και κατωτέρα ομάδα σχιστοφυών γνευσίων. Εν γένει θεωρείται ότι οι αλπικές πτυχώσεις έχουν προσβάλλει ισχυρά την μάζα της Ροδόπης με την σύγχρονη διείσδυση γρανιτών Μεσοζωικής και Καινοζωικής ηλικίας. Επι των μεταμορφωμένων πετρωμάτων της Ροδόπης βρίσκονται Πλειοκαινικής ηλικίας ιζήματα, τα οποία αποτέθηκαν σε επι μέρους λεκάνες, όπως την λεκάνη της Δράμας ανατολικά και την λεκάνη των Σερρών δυτικά.Στην περιοχή του σπηλαίου της Αλιστράτης απαντά ακριβώς η ενδιάμεση ομάδα των μαρμάρων της Ροδόπης, τα οποία γενικά είναι υφαλώδη, άνευ σαφούς στρώσεως και τα οποία περιβάλλονται από τα επικλυσιγενή επικείμενα Πλειοκαινικά στρώματα.Το υπόγειο Κάρστ της περιοχής Πετρωτού Αλιστράτης έχει εξαιρετική εμφάνιση και μέγεθος. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι όλη η περιοχή του Πετρωτού έχει μεγάλα και μικρά σπήλαια, τα οποία εάν μελετηθούν λεπτομερώς δεν αποκλείεται να αποδειχθεί ότι συνδέονται μεταξύ τους. Οικολογικές Ζώνες Το σπήλαιο μπορεί να χωριστεί σε τρεις οικολογικές ζώνες, με κριτήρια το φως, τη θερμοκρασία και την υγρασία. Οι ζώνες αυτές είναi: Ζώνη εισόδου. Η ζώνη αυτή περιλαμβάνει τον χώρο μέχρι 40 μ.από τη φυσική είσοδο, μέχρι το σημείo δηλαδή που φτάνει το φως. Εδώ υπάρχει φως την ημέρα, ενώ η υγρασία και η θερμοκρασία μεταβάλλονται έντονα, νυχθήμερα και διεποχιακά. Στη ζώνη αυτή υπάρχουν φυτικοί οργανισμοί που ακολουθούν μια διαβάθμιση της μορφής σπερματόφυτα - πτεριδόφυτα - χλωροφύκη - κυανoφύκη από το εξωτερικό περιβάλλον προς το σπήλαιο. Η ζωική δραστηριότητα είναι έντονη, μιας και είναι το σημείο που αλληλεπιδρούν οι σπηλαιόβιοι με τους επίγειους οργανισμούς. Γι' αυτό το λόγο η ζώνη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική. Ζώνη μεταβλητής θερμοκρασίας και υγρασίας. Η ζώνη αυτή καλύπτει το χώρο μεταξύ της ζώνης εισόδου και της τεχνητής εισόδου, ενώ επεκτείνεται και στον πρώτο θάλαμο. Το μέγεθός της είναι μεγάλο, εξ αιτίας του ρεύματος αέρα μεταξύ τεχνητής και φυσικής εισόδου. Οι διακυμάνσεις της θερμοκρασίας και υγρασίας που παρατηρήθηκαν είναι 9 - 17°C και 65 - 95% αντίστοιχα. Ζώνη σταθερής θερμοκρασίας και υγρασίας. Περιλαμβάνει όλο το υπόλοιπο σπήλαιο. Η θερμοκρασία και υγρασία είναι πρακτικά σταθερές με τιμές 17°C και 95% αντίστοιχα. Η ζώνη αυτή έχει ανυπολόγιστη βιολογική αξία, μιας και φιλοξενεί (ή καλύτερα φιλοξενούσε πριν το κλείσιμο της φυσικής εισόδου), εκτός των άλλων, τουλάχιστον 7 είδη νυχτερίδων και είναι η περιοχή όπου ζουν 4 τρωγλόβια ενδημικά είδη ζώων.

Επιπλέον πληροφορίες

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία στο φαράγγι του ποταμού Αγγίτη, που διασχίζει την περιοχή Αλιστράτης στη θέση "πετρωτό" εμφανιζόταν η σφίγγα. Ακόμη αναφέρεται ότι ο Πλούτωνας ο θεός του Άδη, όταν έκλεψε την Περσεφόνη, θυγατέρα της θεάς Δήμητρας, την οδήγησε στη φυσική διώρυγα (φαράγγι), όπου βρίσκεται η Πύλη του Άδη. Η περιοχή που αναφέρει η μυθολογία είναι αυτή που βρίσκεται κοντά στο τουριστικό Σπήλαιο Αλιστράτης και στα άλλα σπήλαια αυτής. Το σπήλαιο Αλιστράτης βρίσκεται έξι (6) χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της ομώνυμης κοινότητας, στη θέση "πετρωτό". Η έκταση της περιοχής περιλαμβάνει 14.000 στρ. Σε απόσταση 250 μέτρων από το νότιο μέρος της εισόδου του σπηλαίου, περνά η σιδηροδρομική γραμμή Σερρών - Δράμας. Παράλληλα με την σιδηροδρομική γραμμή και νότια σε μικρή απόσταση υπάρχει η κοίτη του ποταμού Αγγίτη, που τα νερά του έχουν διαβρώσει τους ασβεστόλιθους με αποτέλεσμα να σχηματισθεί το φαράγγι του Αγγίτη. Το σπήλαιο βρίσκεται περί τα 50 χλμ. Ν.Α. των Σερρών, 25 χλμ. Ν.Δ. της Δράμας και τα 55 χλμ. Β.Δ. της Καβάλας. Θεωρείται ένα από τα ωραιότερα και μεγαλύτερα της Ελλάδος, πιθανόν και της Ευρώπης, όπου η φύση θέλησε να δείξει τη μεγαλύτερη δύναμη της δημιουργίας στολισμών και σχηματισμών.

Περιγραφή Σπηλαίου

Στην είσοδο του σπηλαίου συναντούμε μια πολύ ωραία αίθουσα ύψους 8 μ., που είναι ο προθάλαμος αυτού. Από τον προθάλαμο ξεκινούν διάφορες στοές με μεγάλο ύψος και πλουσιότατο διάκοσμο από σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Οι κύριοι κλάδοι του σπηλαίου αναπτύσσονται δεξιά και αριστερά της εισόδου και αρχίζουν από ένα μεγάλο θάλαμο, το θάλαμο υποδοχής που έχει διαστάσεις 60 μ. πλάτος, 100 μ. μήκος και 20 - 30 μ. ύψος. Στο θάλαμο αυτό η φύση θέλησε να δείξει τη μεγαλύτερη δύναμή της σε δημιουργία στολισμών στον ελλαδικό χώρο ή ακόμη τον ευρωπαϊκό. Όσο ο επισκέπτης προχωρεί, τόσο ο διάκοσμος γίνεται πλουσιότερος σε κατάλευκους σταλακτίτες σε μορφή παραπετάσματος. Ακολουθούν άλλοι θάλαμοι (αίθουσες) ύψους 8 ή 10 μ. Από το θάλαμο υποδοχής και πάλι προς τα δεξιά ξεκινά μια δεύτερη στοά ή διάδρομος σχεδόν παράλληλα μ' αυτόν που είδαμε. Αντικρίζουμε μερικούς εντυπωσιακούς κόκκινους σταλακτίτες, που φέρουν το όνομα "ΦΛΟΓΕΣ" το ύψος τους φτάνει τα 35 μ. περίπου. Σ' ένα σημείο οι δύο στοές ενώνονται και συνεχίζουν φαρδύτερες και ψηλότερες, ενώ από την οροφή κρέμονται τεράστιοι και μεγαλοπρεπείς σταλακτίτες μήκους 15 μ. Υπάρχουν και όροφοι στο σπήλαιο που είναι αμέτρητοι και δεν είναι ακόμη γνωστοί.

 

πάνω

Σπήλαιο Λιμνών

Το σπήλαιο των Λιμνών, που παλαιότερα ονομαζόταν Τρουπίσιο, βρίσκεται σε υψόμετρο 827 μέτρων και απέχει 17 χιλιόμετρα από τα Καλάβρυτα και 9 χλμ. από την Κλειτορία. Ο επαρχιακός δρόμος Καλαβρύτων - Κλειτορίας περνάει μερικά μόνο μέτρα μακριά από την τεχνητή είσοδο του σπηλαίου και ακριβώς μπροστά από την φυσική. Η φυσική είσοδος είναι ευρύχωρη (3,50 μ. ύψος και 6,50 μ. πλάτος) και εντυπωσιακή, ώστε δεν πρέπει να έμενε απαρατήρητη από τους περαστικούς. Σ' αυτό το στοιχείο, αν προσθέσουμε και τον προσανατολισμό της, μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε γιατί, ο πρώτος τουλάχιστον θάλαμος, χρησιμοποιήθηκε από τον άνθρωπο για τόσο μεγάλες χρονικές περιόδους, από την προϊστορία ως τους ιστορικούς χρόνους. «Το σπήλαιο των Λιμνών», όπως λέγεται πλέον, εντυπωσιάζει ακόμη και με το όνομά του τον αναγνώστη. Για τον θεατή η εντύπωση είναι ισχυρότερη και αξέχαστη. Λίμνες στο εσωτερικό ενός σπηλαίου δεν είναι κάτι συνηθισμένο, ούτε παγκόσμια ούτε για τον Ελλαδικό χώρο, όπου αποτελεί μοναδικό γεωλογικό φαινόμενο. Εδώ τα νερά πλημμυρίζουν, καμιά φορά, το χειμώνα και μένουν στάσιμα τις άλλες εποχές, στις 13 κλιμακωτές λίμνες. Σχετικά πρόσφατες πλημμύρες αναφέρονται, στις διηγήσεις των χωρικών, για το 1922 και το 1940, ύστερα από καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις.

Το σπήλαιο, σύμφωνα με τους γεωλόγους, έχει διανοιχτεί, εν μέρει, μέσα στους Κρητιδικούς ασβεστόλιθους της γεωτεκτονικής ενότητας της Τρίπολης και, εν μέρει, μέσα στους ανωκρητιδικούς, λεπτοπλακώδεις ασβεστόλιθους της ενότητας της Πίνδου. Η ανάπτυξή του έχει γίνει κατά μήκος ρήγματος, με ΒΔ διεύθυνση και η γενική μορφολογία του είναι ανάλογη, έχει δηλαδή αναλογικά πολύ μικρό πλάτος και μεγάλο ύψος οροφής. Από υδρολογική άποψη, το σπήλαιο μπορεί να χωριστεί σε τέσσερα τμήματα, αρχίζοντας από την φυσική είσοδο, που βρίσκεται 83 μ. χαμηλότερα από το ψηλότερο επίπεδο του σπηλαίου. Το πρώτο τμήμα είναι ξηρό, έχει μήκος 80 μ. περίπου και το δάπεδο του είναι οριζόντιο, καλυμμένο από παχύ στρώμα ερυθράς γης. Το τμήμα αυτό, όπου έγιναν οι ανασκαφές, διακόπτεται από μικρό ρήγμα και δεν επικοινωνεί με το δεύτερο, εξ αιτίας υψομετρικής διαφοράς. Το δεύτερο τμήμα έχει μήκος 700 μ. περίπου, με κύριο χαρακτηριστικό τις διαδοχικές λίμνες, οι οποίες δημιουργήθηκαν στο δάπεδο λόγω των ιδιόμορφων ανθρακικών σχηματισμών, που εμποδίζουν τη συνεχή ροή του νερού. Το τμήμα αυτό, που μπορεί να χαρακτηριστεί μορφολογικά και υδρολογικά ενεργό, χαρακτηρίζεται από πλούσιο λιθωματικό διάκοσμο στην οροφή. Το τρίτο και μεγαλύτερο τμήμα με μήκος που ξεπερνά το ένα χιλιόμετρο, έχει έντονες κατακρημνίσεις, παλαιότερες και πρόσφατες, οι οποίες, σύμφωνα με τις επιστημονικές μελέτες, το απομόνωσαν υδρολογικά από το προηγούμενο τμήμα των λιμνών αλλά και από το επόμενο μικρό, τέταρτο τμήμα, μήκους 50 μ., όπου ξαναβρίσκουμε και πάλι τις λεκάνες με την υδατοσυλλογή (γκουρ). Το νερό στο σπήλαιο προέρχεται από έντονη σταγονορροή σε περίοδο μεγάλων βροχοπτώσεων, αλλά και κατά ένα μέρος από την καταβόθρα του Απανώκαμπου, η οποία βρίσκεται ψηλότερα και σε απόσταση 4 χιλιομέτρων. Ωστόσο, κατά τις προϊστορικές περιόδους, είναι πολύ πιθανόν τα νερά της καταβόθρας, που τροφοδοτούσαν το σπήλαιο, να άλλαζαν κατεύθυνση κατά εποχές, και έτσι εξηγούνται τα μεγάλα διαστήματα κατά τα οποία το σπήλαιο ήταν σχεδόν στεγνό.

Η υγρασία στο σπήλαιο είναι σε υψηλά επίπεδα και εξαρτάται από την εξωτερική θερμοκρασία και την εσωτερική κυκλοφορία του αέρα (μέγιστη υγρασία 96,3%, ελάχιστη 71,3%). Από την έρευνα των τελευταίων ετών, του γεωλόγου Δρ. Β. Γιαννόπουλου, διαπιστώθηκαν τα εξής: θερμοκρασία: Οι μετρήσεις θερμοκρασίας, σε διάφορα σημεία του σπηλαίου, έδειξαν ότι αυτή επηρεάζεται από την εξωτερική θερμοκρασία, παραμένει όμως σε χαμηλά και στενά όρια (μέγιστη θερμοκρασία 17,05 °C, ελάχιστη 12,33 °C). Υγρασία: Η υγρασία στο σπήλαιο είναι σε υψηλά επίπεδα και η απόλυτη τιμή της εξαρτάται από την εξωτερική θερμοκρασία και την εσωτερική κυκλοφορία του αέρα (μέγιστη υγρασία 96,3%, ελάχιστη 71,3%). Διοξείδιο του άνθρακα και οξυγόνο: Οι τιμές των αερίων είναι σε φυσιολογικά, για το σπήλαιο, πλαίσια και οι μικρές διακυμάνσεις τους εξαρτώνται από τον αριθμό των επισκεπτών γι'αυτό η ροή των ατόμων και η διάρκεια παραμονής τους πρέπει να ελέγχονται από ειδικές περιβαλλοντικές μελέτες. Βιολογία: Έχουν εντοπιστεί πέντε είδη νυχτερίδων που καταφεύγουν στο βάθος όταν το σπήλαιο λειτουργεί και κυκλοφορούν ελεύθερα τις άλλες ώρες από το φυσικό στόμιο. Με μετρήσεις που καταγράφονται επί 24ώρου βάσεως μέσα στο σπήλαιο μέσω τεσσάρων υπολογιστικών σταθμών έχει παρατηρηθεί μια σταθερή θερμοκρασία σε όλη τη δίοδο του σπηλαίου. Οι μετρήσεις που λαμβάνονται από τους υποσταθμούς μεταφέρονται για περαιτέρω επεξεργασία και εξαγωγή συμπερασμάτων σε κεντρικό ηλεκτρονικό υπολογιστή. Παράδειγμα μετρήσεων Θερμοκρασία από 16,1 oC έως 17 oC Θερμοκρασία νερού 13,1 C Υγρασία από 75,6 % έως 90,4 % Πίεση από 925,7 mb έως 925,8 mb CO2 από 300 ppm έως 450 ppm O2 από 19 % έως 19,5 % Εξωτερική θερμοκρασία 20,7 C Εξωτερική υγρασία 46,5 % Εξωτερική πίεση 925,8 mb.

Μυθολογία και σπήλαιο: «Πάνω από τη Νώνακρι υψώνονται τα λεγόμενα Αροάνια όρη, όπου υπάρχει σπηλιά, στην οποία λένε πως ανέβηκαν και βρήκαν καταφύγιο οι κόρες του Προίτου, όταν τρελάθηκαν. Με απόρρητες θυσίες και καθαρμούς ο Μελάμπους τις έφερε κάτω, σε μία θέση που λέγεται Λουσοί.» Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησης VIII, 18-7-8 Μετάφραση: Ν. Παπαχατζή. Το σπήλαιο των Λιμνών συγκεντρώνει με τρόπο θαυμαστό τη φυσική ομορφιά, αγέραστη στο πέρασμα του χρόνου, λείψανα κατοίκησης και χρήσης, την αρχαία μαρτυρία και το μύθο, «στέρεο υπόβαθρο της ιστορίας». Σύμφωνα με τον μύθο, που παραδίδεται με πολλές παραλλαγές από τον Παυσανία, στα Αρκαδικά, τον Απολλόδωρο στη Βιβλιοθήκη και τον Βιτρούβιο, οι θυγατέρες του βασιλιά της Τίρυνθας Προίτου, η Λυσίππη, η Ιφινόη και η Ιφιάνασσα, βρήκαν καταφύγιο σε μια σπηλιά στα Αροάνια, πάνω από τη Νώνακρι, όταν κατελήφθησαν από μανία, για τιμωρία, επειδή καυχήθηκαν ότι το παλάτι τους ήταν ωραιότερο από τον ναό της Ήρας, ή επειδή δεν σεβάστηκαν το Ξόανο της Θεάς. Φαίνεται δε ότι τόσο ο μύθος, όσο και η τιμωρία, προήλθαν από το Ηραίον του Άργους. Κατά μια άλλη εκδοχή οι Προιτίδες τιμωρήθηκαν, επειδή δεν έπαιρναν μέρος στις τελετές του Διονύσου. Παραλλαγές του μύθου λένε πως η μανία τους μεταδόθηκε σε όλες τις γυναίκες της περιοχής του Άργους και πως η μεγαλύτερη κόρη πέθανε από τις κακουχίες. Όπως παραδίδει ο Παυσανίας, ο Μεσσήνιος θεραπευτής και μάντης Μελάμπους, με απόκρυφες θυσίες και καθαρμούς έφερε τις κόρες του Προίτου κάτω, σε μια θέση που λεγόταν Λουσοί και ήταν στην αρχαιότητα ακμαία πόλη. Σήμερα είναι σημαντικός αρχαιολογικός χώρος. Το σπήλαιο των Λιμνών φαίνεται ότι έχει πολλά στοιχεία, που θα συνηγορούσαν στη ταύτισή του με τη σπηλιά των Προιτίδων, άποψη που υποστηρίζουν ορισμένοι σύγχρονοι σχολιαστές των αρχαίων κειμένων και αρχαιολόγοι. Ωστόσο άλλοι επιστήμονες, αρχαιολόγοι και γεωλόγοι, είναι επιφυλακτικοί, εφ'όσον για τους πρώτους δεν υπάρχουν ανασκαφικά ευρήματα τέτοια, που να τεκμηριώνουν λατρευτικό χαρακτήρα, και για τους δεύτερους, δεν είναι πειστικά τα γεωγραφικά στοιχεία που παραδίδονται, ότι δηλαδή ο Μελάμπους έφερε, κάτω, στους Λουσούς τις κόρες του Προίτου, γιατί οι Λουσοί βρίσκονται επάνω, σε σχέση με το σπήλαιο. Δεν υπάρχει, επίσης, ένδειξη ότι το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ως ιερό, στους ιστορικούς χρόνους, παρά το ότι ο λιθωματικός διάκοσμος και οι σταλαγμιτικοί σχηματισμοί θα μπορούσαν να προκαλέσουν τα θρησκευτικά αισθήματα των πιστών της αρχαίας λατρείας, όπως έγινε σε πλήθος άλλων σπηλαίων στην Ελλάδα. Το μέγεθος του σπηλαίου, το πραγματικά επιβλητικό εσωτερικό, το ότι υπάρχει νερό και ότι δεν υπάρχει άλλο μεγάλο σπήλαιο στην περιοχή με αυτά τα στοιχεία, συνηγορούν βεβαίως υπέρ της ταύτισης του με το σπήλαιο του μύθου. Ακόμη και η σύμπτωση ότι, ανάμεσα στους ανθρώπινους σκελετούς, εντοπίστηκαν οστά που ανήκουν σε νεαρά κορίτσια, δίνει υπόσταση στη μυθολογία και στην θεωρία που τοποθετεί τον χώρο του δράματος στο σπήλαιο των Λιμνών. Ωστόσο και οι αμφιβολίες έχουν τη δική τους βάση. Γιατί ενώ οι ποικίλες παραλλαγές παραπέμπουν αόριστα στην ορεινή περιοχή της πόλης του Κλείτορα, αυτές δεν δίνουν όμως, σαφείς πληροφορίες σχετικά με την ακριβή θέση του σπηλαίου ή της πηγής που αναφέρονται στο μύθο. Όσο για τα νερά του σπηλαίου, υπάρχει η παράδοση που συνδέεται με τη μυθική διήγηση και κυρίως με τις μεταγενέστερες παραλλαγές της, ότι είναι ακατάλληλα για πλύσιμο και ότι προκαλούν αποστροφή για το κρασί. Η παράδοση αυτή ενδέχεται να προέρχεται από ορισμένες παρατηρήσεις και συμπτώματα, εξαιτίας της χημικής σύστασης του νερού, η οποία δεν περιγράφεται βέβαια ως τέτοια, αλλά καθορίζεται από τις ιδιότητες της. Ακόμη και αν δεν γίνεται με σαφήνεια η αναφορά στη λατρεία του Διονύσου τα στοιχεία του μύθου, η τρέλα, η μανία των γυναικών δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για τη σχέση τους με την άφιξη του νέου Θεού. Από μια νέα οπτική θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για διαμάχη του Απολλώνιου και του Διονυσιακού στοιχείου και δεν αποκλείεται στον μύθο αυτό, το σπήλαιο να παίζει ρόλο χώρου αυτογνωσίας και θεραπείας, με τη βοήθεια του ειδικού Μελάμποδα, βεβαίως. Για τις υπηρεσίες που προσέφερε ο Μελάμπους, λέγεται ότι πήρε, ως ανταμοιβή, τη μια κόρη του Προίτου σε γάμο και το ένα τρίτο του βασιλείου. Απόηχο του αρχαίου μύθου βρίσκουμε σε μια συγκλονιστική τοπική παράδοση των Καστριών, την οποία αναφέρει ο Γ. Λάμπρου, σύμφωνα με την οποία, κοπέλες του χωριού βρήκαν καταφύγιο στο σπήλαιο και δεν ήθελαν να βγουν από αυτό, γιατί είχαν πάθει ανθρωποφοβία. Γι' αυτό και ο ίδιος ο συγγραφέας, δεν αποκλείει καθόλου, το σπήλαιο των Λιμνών να είναι εκείνο της μυθολογίας. Ας σημειωθεί ότι η ταύτιση του σπηλαίου του Παυσανία, απασχόλησε και αρκετούς περιηγητές του περασμένου αιώνα, οι οποίοι ήλθαν στην Ελλάδα, αλλά δεν αναφέρονται καθόλου στο σπήλαιο των Λιμνών, το οποίο προφανώς δεν γνώριζαν και γι' αυτό επιλέγουν διάφορα σημεία του Απανώκαμπου ή της πόλης του Κλείτορα για να προσδιορίσουν τη θέση του. Ώσπου να διαπιστωθεί όμως αυτό και ανεξάρτητα από τον αρχαίο μύθο, ένα είναι βέβαιο ότι το σπήλαιο των Λιμνών καλλιεργεί τη δική του μυθολογία, βασισμένη στα στοιχεία που προσφέρει η θέση του, τα μέχρι τώρα ευρήματα και η απαράμιλλη ομορφιά του.

Στο κάτω όροφο του σπηλαίου βρέθηκαν απολιθωμένα οστά ανθρώπου και διαφόρων ζώων, μεταξύ των οποίων και ιπποπόταμου! Η εύρεση στο σπήλαιο το 1965, από τον καθηγητή της Παλαιοντολογίας, I. Μελέντη, απολιθωμένων οστών έλαφου και ιπποπόταμου, προκάλεσε εκτός των άλλων και απορίες σχετικά με το κλίμα και την πανίδα της περιοχής. Ο I. Μελέντης πίστευε ότι το σπήλαιο είχε χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο των ιπποπόταμων κατά τη διάρκεια ξηρών περιόδων και ότι τα πόδια αυτών των ζώων είχαν προσαρμοστεί σε χερσαία διαβίωση. Τα οστά χρονολογήθηκαν στο Μέσο Πλειστόκαινο (500.000-200.000 χρόνια πριν από σήμερα) και φυλάσσονται στο Παλαιοντολογικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σύμφωνα με μια εκδοχή, τα απολιθωμένα αυτά οστά παρασύρθηκαν από τα νερά που κατέβαιναν από το εσωτερικό και αποτέθηκαν κοντά στην είσοδο του σπηλαίου. Δεν αποκλείεται βέβαια και η αντίθετη άποψη, δηλαδή τα οστά να προήλθαν από το εξωτερικό και να βρέθηκαν στο σπήλαιο μαζί με τις προσχώσεις του πλησιέστερου ρέματος, του οποίου η στάθμη θα ήταν ψηλότερα, ή και να μεταφέρθηκαν εκεί από αρπακτικά. Πάντως το κλίμα θα πρέπει να ήταν σχετικά υγρό στην περιοχή, για να δικαιολογηθεί η παρουσία ιπποπόταμων. Εκτός από τα παραπάνω, βρέθηκαν στο σπήλαιο των Λιμνών και άλλα οστά, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων ανήκει σε ζώα που είχαν καταναλωθεί ή σταβλισθεί εκεί, συμβιώνοντας με τον άνθρωπο κατά τη Νεολιθική και την εποχή του Χαλκού. Στο σπήλαιο απαντώνται κυρίως οστά από πρόβατα και αίγες, ενώ ακολουθούν οι χοίροι και λιγότερο τα βοοειδή. Από τη λεγόμενη άγρια πανίδα, ταυτίστηκαν το ελάφι και ο λαγός, από τα πτηνά κυρίως τα αρπακτικά. Γενικά το σπήλαιο των Λιμνών πρέπει να θεωρηθεί ως χώρος εγκατάστασης του ανθρώπου και στάβλος οικόσιτων ζώων, ενώ στο γύρω από το σπήλαιο ευρύτερο ορεινό περιβάλλον, διαβιούσαν λύκοι, αλεπούδες, ελάφια μεταξύ των οποίων η ευγενής έλαφος η πλατύκερως, καθώς και αρκούδες.

Τα ευρήματα που ήρθαν στο φως χρονολογήθηκαν στη Νεότερη Νεολιθική, την Πρώιμη, τη Μέση και την Ύστερη Χαλκοκρατία. Οι πρώτες αυτοψίες αρχαιολόγων στο σπήλαιο, έγιναν ήδη το 1967 από τον Ευθύμιο Μαστροκώστα και το 1971 από τον Φώτιο Πέτσα. Η περισυλλογή αρχαίων οστράκων, από τυχαία εκσκαφή στο εξωτερικό και περιορισμένη ανασκαφή στο εσωτερικό, έδωσαν αντίστοιχα τα πρώτα δείγματα Νεολιθικής και Πρωτοελλαδικής κεραμικής. Αρκετά χρόνια αργότερα (1992-1994) πραγματοποιήθηκε η ανασκαφή της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας, με υπεύθυνο τον Αδαμάντιο Σάμψων* (καθηγητή σήμερα της προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου) και έφερε στο φως ανθρωπολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία τεκμηριώνουν ότι το σπήλαιο αυτό, όχι μόνο ήταν γνωστό στον άνθρωπο, αλλά και ότι κατοικήθηκε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με πρώτες ενδείξεις στην 6η χιλιετία π.Χ. Η ανασκαφή στο σπήλαιο των Λιμνών έγινε πολύ καθυστερημένα, σε σχέση με την εξερεύνηση και την αξιοποίηση του, η οποία προηγήθηκε χωρίς προβλήματα από αρχαιολογικής πλευράς, αφού, όπως ήδη περιγράψαμε παραπάνω, το προς ανασκαφή τμήμα ήταν απομονωμένο από το υπόλοιπο και λειτουργούσε από την φυσική είσοδο. Η ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε σε τρία διαστήματα και παρά το ότι ερευνήθηκε ενδεικτικά ένα μικρό μόνο μέρος, όπως γίνεται συνήθως στις ανασκαφές των σπηλαίων, οι τομές που έγιναν σε διάφορα επίπεδα στο εσωτερικό, στην είσοδο και τα πλάγια, έδωσαν επαρκή στοιχεία για όλες τις φάσεις της κατοίκησής του. Τα ευρήματα που ήρθαν στο φως χρονολογήθηκαν στη Νεότερη Νεολιθική, την Πρώιμη, τη Μέση και την Ύστερη Χαλκοκρατία. Ειδικότερες μελέτες οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο χώρος εσωτερικά και εξωτερικά χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στη περίοδο που ονομάζεται Νεότερη Νεολιθική Ιβ-ΙΙ και τοποθετείται από τα μέσα ως το τέλος της 5ης χιλιετίας π.Χ., με κύρια φάση γύρω στα 4.300 και διαρκή χρήση για 300-400 χρόνια περίπου. Αλλά και πολύ αργότερα, έως την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (γύρω στα 1100 π.Χ.) υπάρχει πολλαπλή χρήση του χώρου, κυρίως κοντά στην φυσική είσοδο και την πρώτη αίθουσα του σπηλαίου, που ήταν πάντα εύκολη σε πρόσβαση και όπου υπάρχει περισσότερο φως και υψηλότερη θερμοκρασία. Κατά την αρχαιότητα ήταν δύσκολο να προχωρήσει κανείς μετά τα πρώτα 80 μ. στο σπήλαιο (όσο είναι το μήκος του πρώτου τμήματος), γιατί σ' αυτό το σημείο υψώνεται ένας κάθετος βράχος, μετά τον οποίο ακολουθεί το δεύτερο και τρίτο τμήμα του σπηλαίου με τις λιθωματικές λεκάνες. Σε περιόδους μάλιστα βροχοπτώσεων το νερό από τις λίμνες έπεφτε με μορφή καταρράκτη και κατέκλυζε και το πρώτο τμήμα. Τέτοια επεισόδια πλημμύρας αναγνωρίστηκαν κατά την ανασκαφή. Πρόκειται για στρώματα αργίλου χωρίς ανθρωπογενές υλικό, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα άλλα στρώματα όπου βρέθηκαν δάπεδα κατοίκησης με εστίες, στάχτη και κάρβουνα, μικρές κατασκευές από ξερολιθιά, τμήματα κλιβάνου, θραύσματα αγγείων, λίθινα και οστέινα εργαλεία, πήλινα σφονδύλια, ένα λίθινο κόσμημα, υφαντικά βάρη, οστά ζώων, καθώς και ένα σημαντικό ανθρωπολογικό εύρημα: αρχικές και δευτερογενείς ταφές 13 περίπου ατόμων. Τα πήλινα αγγεία ήταν καθημερινής χρήσης και παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία σχημάτων. Μόνο από τη Νεότερη Νεολιθική που αναφέραμε παραπάνω, προσδιορίστηκαν 30 περίπου διαφορετικοί τύποι αγγείων -μικρών και μεγάλων- για την παρασκευή του φαγητού και τη φύλαξη των προϊόντων. Από τα ευρήματα δεν μπορεί εύκολα να διευκρινιστεί εάν η χρήση του σπηλαίου ήταν περισσότερο οικιστική ή αποθηκευτική, παρατηρήθηκε όμως ότι το μεγαλύτερο ποσοστό κλειστών αγγείων, μεγάλου μεγέθους, προέρχεται από το εσωτερικό του σπηλαίου, ενώ αντίθετα τα ανοικτά χρηστικά αγγεία μικρού μεγέθους, προέρχονται από τις εξωτερικές τομές. Αυτό είναι απολύτως φυσικό, η αποθήκευση δηλαδή να γίνεται μέσα και η προετοιμασία ή παρασκευή του φαγητού έξω από το σπήλαιο, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Οι περιστασιακοί κάτοικοι του σπηλαίου πρέπει να ήταν κτηνοτρόφοι με αιγοπρόβατα, χοίρους και λίγα βοοειδή. Η διατροφή τους θα συμπληρωνόταν και από το κυνήγι, αφού είναι γνωστό ότι στους ορεινούς όγκους των Αροανίων ζούσαν ελάφια και λαγοί. Βέβαια τα μέλη της μακρινής εκείνης κοινότητας θα είχαν παράλληλα και συνήθεις οικιακές ασχολίες όπως άλεσμα σπόρων, επεξεργασία δερμάτων, ξύλου, λίθου και μαλλιού, με χρήση τριπτήρων, πελέκεων, αξινών και λεπίδων οψιανού ή πυριτόλιθου. Πολύτιμα κοσμήματα, διακοσμημένα αγγεία ή σημαντικά αντικείμενα δεν βρέθηκαν στο χώρο, πράγμα που σημαίνει ότι επρόκειτο μάλλον για μια φτωχή κοινωνία. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι, το σπήλαιο αποτέλεσε ένα πυρήνα για μια μικρή νεολιθική κοινότητα, με χαρακτήρα γεωργικό - κτηνοτροφικό, που εγκαταστάθηκε γύρω από την είσοδο του, αλλά κατά περίπτωση και μέσα σε αυτό, με βάση ό,τι μπορεί να προσφέρει ένα έγκοιλο: σταθερή θερμοκρασία, δροσιά και προστασία. Κατά την Πρωτοελλαδική περίοδο, η ανθρώπινη δραστηριότητα μειώνεται σε μεγάλο βαθμό και η χρήση του σπηλαίου γίνεται πολύ αραιότερη και σποραδική, ενώ αποκλείεται κάθε περίπτωση μόνιμης ή εποχικής κατοίκησης για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ο άνθρωπος χρησιμοποίησε το σπήλαιο από την Νεολιθική Εποχή, καθ' όλη τη διάρκεια της Πρωτο-Μεσσοελαδικής μέχρι και την Υστεροελλαδική περίοδο. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών ερευνών, αποκαλύφθηκε μέσα και έξω από το σπήλαιο, ένα σύνολο πρωτογενών και δευτερογενών ταφών (ανακομιδή οστών) που εντάσσονται στο χρονικό φάσμα από τη Νεολιθική, την Πρωτοελλαδική, την ύστερη Μεσοελλαδική και την Υστεροελλαδική III περίοδο. Το οστεολογικό αυτό υλικό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, ως πηγή πληροφοριών για τις αρχαίες κοινωνίες, σε συνδυασμό με την εποχή που καλύπτει και τη γεωγραφική θέση όπου βρέθηκε, αφού επιτρέπει αντιπαραβολή στοιχείων και σύγκριση με γειτονικές περιοχές. Το υλικό μελετούν ειδικοί επιστήμονες με στόχο να εκτιμήσουν τα δημογραφικά δεδομένα της περιοχής, να ανιχνεύσουν την κατάσταση της υγείας των ατόμων της προϊστορικής εποχής και τέλος να ανακαλύψουν τις μεταξύ τους βιολογικές συγγένειες αλλά και τις μεταξύ των γειτονικών πληθυσμών. Ως προς την ηλικία, έχει διαπιστωθεί ήδη ότι πρόκειται για παιδιά, προεφήβους και εφήβους στο μεγαλύτερο ποσοστό, και νεαρούς ενήλικες 20-25 ετών. Η απουσία μεγαλυτέρων, αν δεν αποτελεί σύμπτωση, είναι ένα θέμα που πρέπει να διερευνηθεί. Ένα άλλο πρόβλημα, που υπάρχει ακόμη, είναι η σημαντική απόκλιση, σε σχέση με άλλους πληθυσμούς, ως προς το μέγεθος και το σχήμα του προσώπου και του κρανίου. Η απόκλιση αυτή παρατηρείται ακόμη και σε πληθυσμούς γειτονικών περιοχών. Συνοπτικά από το ανασκαφικό υλικό της φυσικής εισόδου του σπηλαίου των Λιμνών, γίνεται γνωστό ότι: α) Ο άνθρωπος το χρησιμοποίησε από την ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ, καθ' όλη τη διάρκεια της ΠΡΩΤΟ-ΜΕΣΟΕΛΛΑΔΙΚΗΣ μέχρι και την ΥΣΤΕΡΟΕΛΛΑΔΙΚΗ περίοδο. β) Οι πληθυσμοί αποτελούνταν από νεαρά άτομα, παιδιά, προέφηβους και νεαρούς ενήλικους. γ) Οι πληθυσμοί δείχνουν μορφολογικά βιολογική συγγένεια και συνέχεια γονέων, και τέλος, δ) η κατανομή ορισμένων επιγενετικών χαρακτηριστικών στα οστά, μας επιβεβαιώνει ότι υπήρξαν μεταξύ των ατόμων του πληθυσμού ενδογαμικές σχέσεις. Μια υψηλή παιδική θνησιμότητα ερμηνεύεται σαν αποτέλεσμα επιδημιολογικών εκρήξεων των προϊστορικών περιόδων σε συνδυασμό με συνθήκες χαμηλής υγιεινής αλλά και έντονου υποσιτισμού. Η αυξημένη παλαιοπαθολογία των οστών και κυρίως μιας έντονης "πορώδους υπερόστωσης" επιμαρτυρεί τις δύσκολες εποχές ζωής αυτών των πληθυσμών. Το σπήλαιο των Λιμνών διατήρησε μέσα σε πλούσιες επιχώσεις της Νεολιθικής, Πρωτοελλαδικής και ύστερης Μεσοελλαδικής περιόδου, σημαντικά ανθρωπολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα. Ευρήματα όπως χρηστική και λεπτή κεραμική, εργαλειοτεχνία οψιανού, πυριτόλιθου και άλλα, τα οποία αποτελούν ενδείξεις για τις ασχολίες, τα ταφικά έθιμα και γενικά τη βιοπολιτισμική εξέλιξη των πληθυσμών κατά τις προϊστορικές αυτές περιόδους. Γι' αυτό και μέσα στα πλαίσια της περιφερειακής ανάπτυξης και της κοινωνικοποίησης των πολιτισμικών αγαθών, κρίθηκε αναγκαία και εδώ η ίδρυση μιας μόνιμης έκθεσης των ευρημάτων η οποία θα συμβάλει, εκτός των άλλων και στην ανάδειξη μιας θέσης με εξαιρετική αρχαιολογική αξία, αυτόνομη, αλλά και τμήμα του γενικότερου γεωγραφικού συστήματος στο οποίο ανήκει. Στόχος της έκθεσης είναι η παρουσίαση των στοιχείων που αποκαλύφθηκαν κατά την ανασκαφική έρευνα στο σπήλαιο, προκειμένου αυτά να συνδεθούν με το χρόνο, το γεωλογικό και οικολογικό περιβάλλον, με την υλική υποδομή των πρώτων αγροτικών κοινωνιών και την οργάνωση της οικονομίας. Απώτερος σκοπός αυτής της προσπάθειας είναι η ένταξη της αρχαιολογικής έρευνας στο σύγχρονο κοινωνικό πλαίσιο, όχι μόνο ως εφαρμοσμένη επιστήμη και φορέας πληροφόρησης αλλά και ως μέσο προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Γενικά ο στόχος του εγχειρήματος είναι η ενημέρωση του επισκέπτη, ανεξάρτητα από το μορφωτικό του πεδίο, γι' αυτό και η παρουσίαση απευθύνεται τόσο στον ειδικό επιστήμονα, όσο και στον απλό ενδιαφερόμενο, με εποπτικά μέσα, εικονογραφήσεις, επεξηγηματικά κείμενα, λεζάντες, χάρτες, σχετικά με τα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα της Γεωλογίας, της Παλαιοντολογίας, της Αρχαιολογίας.

πάνω

Γλυφάδα ή Βλυχάδα Δυρού

Ένα από τα ωραιότερα σπήλαια στον κόσμο βρίσκεται στην Ελλάδα: Το σπήλαιο Γλυφάδα Δυρού με την σπάνια ομορφιά κάτω από τη γη! Αποτελεί ένα από τα διαμάντια της Πελοποννήσου αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας. Το σπήλαιο Γλυφάδα (ή Βλυχάδα) Δυρού βρίσκεται στα δυτικά παράλια της Λακωνικής Χερσονήσου, στον Όρμο του Δυρού. Κάτω από το λιτό τοπίο της Μάνης η φύση με ασύγκριτη τέχνη και υπομονή σμίλεψε ένα θαύμα πέρα από κάθε φαντασία, κατάλευκοι σταλακτίτες και σταλαγμίτες, εντυπωσιακές κουρτίνες και αστραφτεροί κρύσταλλοι στολίζουν κάθε γωνιά του, δημιουργώντας ένα απαράμιλλο θέαμα που κόβει την ανάσα!

Αν και το Σπήλαιο ήταν γνωστό στους κατοίκους περίπου από το 1900 η πρώτη εξερεύνηση έγινε από τον Πέτρο Αραπάκη, ο οποίος ασχολήθηκε με το πρώτο τμήμα του σπηλαίου και στη συνέχεια το 1949 η εξερεύνηση συνεχίστηκε από το ζεύγος των σπηλαιολόγων Ιωάννη και Άννας Πετροχείλου, της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας οι οποίοι ξεκίνησαν να το ερευνούν συστηματικά και βρέθηκαν μπροστά σε ένα θαύμα. Από το 1949 έως και το 1960 είχαν εξερευνήσει και χαρτογραφήσει 1.600 μέτρα ενώ σήμερα το γνωστό μήκος του σπηλαίου ξεπερνά τα 15 χιλιόμετρα. Το 1970 έγινε και η πρώτη υποβρύχια εξερεύνηση με τις μαγικές εικόνες να έρχονται στην επιφάνεια. Από το 1987 η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας του ΥΠ.ΠΟ άρχισε την λεπτομερή μελέτη του Σπηλαίου και σε συνεργασία με διεθνή ομάδα σπηλαιοδυτών συνέχισε την εξερεύνηση και χαρτογράφηση του. Μέχρι σήμερα έχουν χαρτογραφεί 14.700 μέτρα διαδρομών.

Το μεγαλύτερο τμήμα του Σπηλαίου βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια των υδάτων. Σε ένα σημείο του σπηλαίου το βάθος φτάνει ίσα με 100 μέτρα. Το σπήλαιο έχει χαρακτηριστεί και ως ένα από τα ωραιότερα λιμναία σπήλαια στον κόσμο και όχι άδικα. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν υπόγειο ποταμό που αναπτύσσεται σε δύο κύριους παράλληλους διαδρόμους με αρκετούς δευτερεύοντες. Ο πρώτος σχηματισμός του σπηλαίου χρονολογείται πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Σύμφωνα με τους επιστήμονες οι σταλακτίτες και οι σταλαγμίτες που σήμερα βρίσκονται κάτω από το νερό σχηματίστηκαν όταν η επιφάνεια της θάλασσας βρισκόταν πολύ χαμηλότερα από το σημερινό της επίπεδο σταγόνα – σταγόνα από ανθρακικό ασβέστιο. Έχουν βρεθεί σταλακτίτες σε βάθος 71 μέτρων. Το νερό μέσα στο σπήλαιο είναι υφάλμυρο και έχει μεγάλη σκληρότητα.

Η θερμοκρασία μέσα στο σπήλαιο είναι περίπου 14 βαθμούς Κελσίου στο νερό και 16 έως 19 βαθμούς Κελσίου στον αέρα. Η φυσική του είσοδος έχει διάμετρο μόλις μισού μέτρου και βρίσκεται πολύ κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας. Σε παλαιότερες εποχές το σπηλαίο είχε και άλλες εισόδους οι οποίες σταδιακά έκλεισαν. Μέσα στο σπήλαιο έχουν βρεθεί απολιθωμένα οστά πάνθηρα, ύαινας, λιονταριού, ελαφιού, κουναβιού και το μεγαλύτερο κοίτασμα ιπποπόταμων στην Ευρώπη. Κοντά στην φυσική του είσοδο έχουν βρεθεί κεραμικά που υποδηλώνουν την ανθρώπινη παρουσία. Το σπήλαιο έχει δεκάδες στοές και θαλάμους ενώ στον πυθμένα του σπηλαίου ρέουν τα νερά του υπόγειου ποταμού Γλυφάδα τα οποία δημιουργούν και τα λιμναία τμήματα. Κατά την εξερεύνηση του εντυπωσιακού αυτού του σπηλαίου βρέθηκαν έργα κεραμικής, που υποδηλώνει ανθρώπινη παρουσία εκατοντάδες χρόνια πριν.

Ο ταξιδιώτης που έχει την ευκαιρία να βρεθεί και να γνωρίσει το σπήλαιο Γλυφάδας Δυρού θα κάνει σίγουρα ένα ταξίδι στο χρόνο μέσα σε 45 λεπτά σε μια δαιδαλώδη διαδρομή που θα του μείνει αξέχαστη. Η τουριστική διαδρομή έχει συνολικό μήκος 1.500 μέτρα από τα οποία τα πρώτα 1.200 είναι λιμναία. Η βόλτα με τη βάρκα στα λιμναία τμήματα του σπηλαίου αποτελεί μια μοναδική εμπειρία που αξίζει καθένας να ζήσει... Κομμάτια της ιστορίας ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια του επισκέπτη πάνω στους σχηματισμούς που κάνουν οι σταλακτίτες και οι σταλαγμίτες. Ο μυστηριακός φωτισμός και οι εικόνες μοναδικές μένουν αξέχαστες ενώ η κλασική διάσχιση του σπηλαίου με τις βάρκες περνάει από διάφορους θαλάμους και στοές με μυθικά ονόματα όπως: Πρώτη Σάλα, Νεκρή Πολιτεία, Σταυροδρόμι με τις Νηρηίδες, Λίμνη των Ωκεανίδων, Ροζ και Λευκή Σάλα, Θάλασσα των ναυαγίων, Χρυσή Βροχή και τον Μεγάλο Ωκεανό. Οι πόρτες του σπηλαίου άνοιξαν για πρώτη φορά για τους επισκέπτες το 1967, όταν ο Ε.Ο.Τ. ολοκλήρωσε τις εργασίες διευθέτησης που είχαν αρχίσει έξι χρόνια νωρίτερα. 10. Σημαντικά ανθρωπολογικά ευρήματα από τη νεολιθική εποχή, ανακαλύφθηκαν στο παρακείμενο σπήλαιο της Αλεπότρυπας. Πολλά από αυτά εκτίθενται στο μουσείο που βρίσκεται δίπλα στην είσοδο του σπηλαίου αυτού.

πάνω

Πηγές Αγγίτη

Το περίφημο σπήλαιο πηγών Αγγίτη ,είναι το μεγαλύτερο ποτάμιο σπήλαιο του κόσμου με μήκος 21 χιλιόμετρα και βρίσκεται στην Προσοτσάνη του νομού Δράμας κοντά στο χωριό Κοκκινόγεια, σε τοποθεσία κατάφυτη από πλατάνια. Η μοναδικότητά του έγκειται στο γεγονός ότι στο έδαφός του κυλάει ο ποταμός Αγγίτης, ο μεγαλύτερος παραπόταμος του Στρυμόνα. Το σπήλαιο πηγών Αγγίτη είναι επίσης γνωστό και ως σπήλαιο Μααρά και αποτελεί το μοναδικό επισκέψιμο (σπήλαιο με ποτάμι) στην Ελλάδα. Πρόκειται για το δεύτερο μεγαλύτερο σε μήκος σπήλαιο της χώρας, μετά το σπήλαιο Δυρού, με μήκος 13 χλμ. και υψομετρική διαφορά 400 μέτρα.

Έχει εξερευνηθεί σε βάθος 8,5 χλμ. από ομάδα Γάλλων σπηλαιολόγων. Από αυτά, περίπου 2,5 χλμ. είναι προσπελάσιμα, ενώ επισκέψιμα είναι τα πρώτα 500 μέτρα. Μέσα στο σπήλαιο με σταθερή θερμοκρασία 17ο C, στο διάκοσμό του κυριαρχούν οι λευκοί και ερυθρόμορφοι σταλακτίτες διαφόρων μορφών. Το σπήλαιο λέγεται και Μααρά, ονομασία η ετυμολογία της οποίας είναι είτε από τα αραβικά και σημαίνει μικρό σπήλαιο είτε από τα εβραϊκά που σημαίνει νερό από το βουνό. Στην περιοχή, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως σημαντικά ευρήματα παλαιολιθικά και παλαιοντολογικά, καθώς και ένα χαυλιόδοντα από μαμούθ, που φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Δράμας. Στην έξοδο του ποταμού (είσοδος του σπηλαίου) υπάρχει υδροτροχός που λειτουργούσε από την τουρκοκρατία, για την ύδρευση των γύρω οικισμών. Το σύστημα τροχών κάλυψε τις ανάγκες υδροδότησης της περιοχής μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Στο σπήλαιο έχουν βρεθεί μοναδικά είδη ψαριών, όπως η μπριάνα και το τυλινάρι και ένα μοναδικό είδος ημιδιάφανης πετροκαραβίδας.

Η πρώτη αναφορά στο σπήλαιο και τον ποταμό έγινε από τον Μ.Ε.Μ.Cousinery (Γάλλο πρόξενο στη Θεσσαλονίκη), στο βιβλίο του Voyage dans la Macedoine το 1831. Η εξερεύνηση του σπηλαίου πραγματοποιήθηκε το 1978 από μία ομάδα Ελλήνων και Γάλλων σπηλαιολόγων που καταδύθηκαν με σκάφανδρα κοντά στις πηγές του Αγγίτη, όπου σε βάθος 7μέτρων βρήκαν μία δίοδο προς το σπήλαιο, στο οποίο ανακάλυψαν στοά μήκους 500 μέτρων! Το εσωτερικό του σπηλαίου είναι εντυπωσιακό, με ευρύχωρες αίθουσες αλλά και μικρότερα ανοίγματα όπου έχουν σχηματιστεί σταλακτίτες με ποικιλία χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών. Εξαιτίας του ποταμού που κυλάει στο έδαφος, οι σταλαγμίτες είναι ελάχιστοι, αφού το νερό που ρέει συνεχώς εμποδίζει την δημιουργία τους. Η μέση θερμοκρασία του νερού στο σπήλαιο είναι 11,5°C και του αέρα 12,5°C. Οι θερμοκρασίες αυτές μεταβάλλονται ευκολότερα κοντά στα ανοίγματα του σπηλαίου. Τα νερά του ποταμού Αγγίτη που πηγάζει από άγνωστο σημείο μέσα στο σπήλαιο, ξεχύνονται στη θέση «Πηγές», λίγα μέτρα μακριά από τη τεχνητή είσοδο του σπηλαίου. Εκεί βρίσκεται και το γεφύρι με τις εννέα σιδερένιες πόρτες, που φτιάχτηκαν για να εκτρέπουν τα νερά σε περίπτωση ανάγκης. Αυτό που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη είναι η ορμητική έξοδος του ποταμού μέσα από το βουνό, από ένα μικρό τοξοειδές άνοιγμα στη βάση ενός μικρού θολωτού σπηλαίου (αίθουσα του τροχού). Μεγάλο επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει και η φυσική ομορφιά του περιβάλλοντος χώρου του σπηλαίου. Η πλούσια βλάστηση στις όχθες του ποταμού που αποτελείται από πλατάνια, ιτιές, λεύκες κ.α., δίνει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να απολαύσουν μοναδικές στιγμές ηρεμίας και ξεκούρασης. Τα πρώτα 500 μέτρα του σπηλαίου είναι τουριστικά και διαθέσιμα στους επισκέπτες 365 μέρες το χρόνο.

Ο ποταμός Αγγίτης έχει τις πηγές του στο μικρό χωριό Αγγίτης, βορειοδυτικά της Δράμας, στους πρόποδες του βουνού Μάρμαρο, το οποίο ανήκει στην οροσειρά της Ροδόπης. Το βουνό Μάρμαρο εξορύσσεται ολόγυρα. Ο ποταμός ρέει νότια, μέσα από μία μεγάλη κοιλάδα και εισέρχεται σε ένα φαράγγι κοντά στην Αλιστράτη. Έπειτα, ρέει πάλι μέσα από μία μεγάλη κοιλάδα όπου συναντά τον ποταμό Στρυμόνα, ο οποίος εκβάλει στη Μεσόγειο θάλασσα αμέσως μετά την Αμφίπολη. Οι πηγές του ποταμού χρησιμοποιήθηκαν από κατοίκους για ύδρευση και παροχή ενέργειας. Οι κάτοικοι έχτισαν νερόμυλους κάτω από τις πηγές. Σύντομα ανακάλυψαν την πρώτη μεγάλη αίθουσα, η οποία έχει ένα μεγάλο άνοιγμα προς την επιφάνεια, μία δολίνη, στην οποία κατέρρευσε η οροφή. Η αίθουσα είναι επίσης προσβάσιμη από την είσοδο της σπηλιάς, αλλά η οροφή της είναι πολύ χαμηλή. Η πρώτη καταγεγραμμένη επίσκεψη του σπηλαίου έγινε από τον Γάλλο πρόξενο στη Θεσσαλονίκη, Esprit-Marie Cousinéry, ο οποίος ταξίδεψε γύρω από τη Μακεδονία για 40 χρόνια. Μετά την αποχώρησή του, έγραψε ένα βιβλίο σχετικά με την περιοχή, στο οποίο περιγράφει την επίσκεψή του στο σπήλαιο. Η επίσκεψή του πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, και επισκέφθηκε μόνο την πρώτη αίθουσα. Ονόμασε αυτή την αίθουσα Νυμφαίο, καθώς νόμιζε ότι αυτός ήταν τόπος λατρείας για τους θεούς του νερού.

Η τεράστια πρώτη αίθουσα χρησιμοποιήθηκε τον 19ο αιώνα, για να εγκαταστήσουν έναν τροχό νερού, ο οποίος αντλούσε νερό μέσα σε έναν σωλήνα νερού. Την περίοδο αυτή χτίστηκε το πρώτο μικρού μήκους τούνελ, προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στην πρώτη αίθουσα. Τα νερό ήταν πόσιμο για την πόλη και νερό άρδευσης για τα κοντινά χωράφια καπνού. Υπήρχε ένα μεγάλο κανάλι έξι χιλιομέτρων το οποίο χτίστηκε επίσης εκείνη την περίοδο. Αργότερα το 1952 η νέα Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρία έκανε τη πρώτη εξερεύνηση, αλλά ένα σιφόνι σταμάτησε κάθε έρευνα μετά από μόλις 70μ. Το 1978, με πολύ καλύτερο εξοπλισμό, μία ομάδα Γάλλων και Ελλήνων σπηλαιολόγων έκανε μία νέα προσπάθεια για να εξερευνήσει τη σπηλιά πίσω από το σιφόνι. Εκείνοι ανακάλυψαν ένα πέρασμα 500 μέτρων το οποίο πάλι κατέληγε σε ένα σιφόνι. Αυτό το τμήμα της σπηλιάς είναι το τμήμα της σημερινή σπηλιάς παρουσίασης. Σύντομα ένα δεύτερο σύντομο τούνελ χτίστηκε για να επιτρέψει στους ανθρώπους να περάσουν το πρώτο σιφόνι. Η Άννα Πετροχείλου, η οποία ήταν πρόεδρος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρίας εκείνη την περίοδο, πρότεινε η σπηλιά να αναπτυχθεί ως μια σπηλιά παρουσίασης. Ωστόσο φαίνεται ότι η σπηλιά περιήλθε σε ένα είδος ύπνου, καθώς η διαδικασία διήρκησε μέχρι το έτος 2000, όταν τελικά άνοιξαν τη σπηλιά στο κοινό.

Σήμερα, μία νέα είσοδος του τούνελ επιτρέπει την άνετη πρόσβαση στο βασικό πέρασμα και εισέρχεται στο σπήλαιο το λεγόμενο θάλαμο παραλίας. Το μονοπάτι, χτισμένο σε μια γέφυρα πάνω από τον ποταμό, δείχνει το τμήμα στο επόμενο σιφόνι και οι επισκέπτες πρέπει να περπατήσουν πίσω την ίδια διαδρομή προς το θάλαμο παραλίας. Εδώ μια γέφυρα διασχίζει τον ποταμό και ένα μικρό τούνελ οδηγεί σε ένα στενό τμήμα του σπηλαίου, και ένα άλλο τούνελ οδηγεί στην είσοδο. Ο τροχός του νερού, η τεράστια δολίνη και ένα μικρό εκκλησάκι είναι οι κορυφαίες στιγμές στο τέλος της περιοδείας.

Μέσα στο σπήλαιο φιλοξενούνται ευκαιριακά ή ζουν μόνιμα 37 είδη ζώων, κυρίως μικρο-πανίδα, εκ των οποίων έξι είδη έγιναν για πρώτη φορά γνωστά στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Βρίσκουμε επίσης ψάρια, νυχτερίδες και κάποια μεγαλύτερα θηλαστικά, όπως η βύδρα και οι μυοκάστορες. Από το 2000, που ξεκίνησε η λειτουργία του σπηλαίου, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τα πρώτα 500μ.

πάνω

Σπήλαιο Δράκου Καστοριάς

Βρίσκεται στην Καστοριά και είναι ένα από τα πιο σύγχρονα σπήλαια στα Βαλκάνια, εξοπλισμένο με τα πιο σύγχρονα συστήματα ανακύκλωσης του αέρα και διατήρησης της ισορροπίας του κλίματος. Μεταξύ των άλλων, στο σπήλαιο έχει εγκατασταθεί ηλεκτρονικό σύστημα που ελέγχει τη μετακίνηση των βράχων στο εσωτερικό της ώστε να υπάρχει ανά πάσα στιγμή ενημέρωση για τις γεωλογικές μεταβολές. Έχουν φτιαχτεί ειδικές διαδρομές κατάλληλα διαμορφωμένες με σεβασμό προς το περιβάλλον και μια πλωτή γέφυρα από την οποία μπορεί κανείς να δει τις 7 λίμνες που υπάρχουν μέσα στη σπηλιά. Είναι το μοναδικό σπήλαιο στην Ελλάδα με λίμνες γλυκού νερού κι αυτό λόγω της εγγύτητας με τη λίμνη της Καστοριάς.

Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε το 1940 από κατοίκους της Καστοριάς και πήρε το όνομά της από την είσοδό της που έχει τη μορφή στόματος δράκου. Ακολούθησαν διάφορες χαρτογραφήσεις και εξερευνήσεις του σπηλαίου, ενώ η πρώτη προσπάθεια διαμόρφωσης του χώρου της εισόδου έγινε το 1985. Επίσης, μέσα στη σπηλιά ανακαλύφθηκαν οστά αρκούδας των σπηλαίων, η ηλικία των οποίων εκτιμάται σε 10.000 χρόνια.

Η Ανακάλυψη - Ιστορικό Αξιοποίησης: Η ύπαρξη του σπηλαίου δεν φαίνεται να ήταν γνωστή έως τα νεώτερα χρόνια. Στις γραπτές μαρτυρίες της εποχής της τουρκοκρατίας δεν υπάρχει καμία αναφορά στο σπήλαιο, αλλά ούτε και στις παλαιότερες ιστορικές μαρτυρίες. Πιθανολογείται ότι ή είσοδος του σπηλαίου μέχρι κάποια εποχή δεν ήταν ορατή λόγω προσχώσεων, αλλά και λόγω ότι η παραλίμνια διαδρομή ήταν δύσβατη και προσπελάσιμη μόνο από την λίμνη. Καστοριανοί ερασιτέχνες εξερευνητές, άνθρωποι με περιβαλλοντικές ευαισθησίες στην δεκαετία του ‘40, την εποχή που διανοίχθηκε και ο παραλίμνιος δρόμος από τον στρατηγό Σουγγαρίδη, ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν και περιέγραψαν το απαράμιλλης ομορφιάς σπήλαιο και έριξαν την πρώτη ιδέα για την αξιοποίησή του. Την εποχή αυτή καταγράφεται και ο μύθος γύρω από τον «Δράκο» της σπηλιάς απ’όπου και το όνομά της. Ιστορικό Αξιοποίησης Η Καστοριά οφείλει πολλά στους συμπολίτες μας Νίκο Πιστικό, Κώστα Φράσια, Αναστάσιο Μπασακύρο, Θ. Μορφίδη καθώς και πολλούς άλλους και αργότερα, το 1954 στον Σουηδό εξερευνητή Linberg, που περιηγήθηκαν στο σπήλαιο και ενημέρωσαν την τοπική κοινωνία για τον απαράμιλλης ομορφιάς λιθωματικό διάκοσμό του. Το 1963 Καστοριανοί Πρόσκοποι σε συνεργασία με την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία μας έδωσαν την πρώτη αδρή χαρτογράφηση και τις πρώτες φωτογραφίες του εσωτερικού του, ενώ αργότερα το σπήλαιο καταγράφηκε στο επίσημο ετήσιο Δελτίο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια έγινε το 1963 από τον Τζώνη Ζερβουδάκη και την Ε.Σ.Ε για την ολοκλήρωση της συλλογής στοιχείων και για την εκπαίδευση νέων σπηλαιολόγων. Επαναλήφθηκε το 1964 και 1965. Η έρευνα και χαρτογράφηση του σπηλαίου του Δράκου κλιμακώθηκε το 1966 και ολοκληρώθηκε το 1969 από κλιμάκιο της Ε.Σ.Ε. με επικεφαλής τον Κ. Παλληκαρόπουλο, ο οποίος παράλληλα εκπόνησε προμελέτη τουριστικής αξιοποίησης του σπηλαίου. Ακολούθησαν και άλλες εξερευνήσεις, οι οποίες ενίσχυαν πάντα την άποψη περί καταλληλότητας του σπηλαίου για αξιοποίηση. Αρχίζει έτσι σιγά-σιγά να ωριμάζει στην τοπική κοινωνία η άποψη για την ανάγκη αξιοποίησης της σπηλιάς και με συνεχή δημοσιεύματα να ασκείται πίεση προς την κατεύθυνση αυτή. Το 1995, αρμόδιοι υπάλληλοι της Εφορείας Σπηλαιολογίας του Υπ. Πολιτισμού, προσκεκλημένοι από τον Δήμο, διενεργούν ερευνητική είσοδο στην σπηλιά και με βάση την παλαιότερη προκαταρκτική μελέτη τουριστικής αξιοποίησής από τον πολιτικό μηχ. κ. Παλληκαρόπουλο, ερασιτέχνη σπηλαιολόγο σε συνεργασία με τον Σύλλογο «Φίλοι του Περιβάλλοντος», υποβάλλουν επίσημο πόρισμα για την καταλληλότητα και την δυνατότητα αξιοποίησης. Στην συνέχεια ο Δήμος Καστοριάς στρέφεται στην αναζήτηση πόρων για την εκπόνηση της οριστικής μελέτης. Οι πόροι εξασφαλίστηκαν από το Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης και ανατέθηκε η εκπόνηση της μελέτης με επικεφαλής καστοριανούς μελετητές και επιβλέποντες της τεχνικής υπηρεσίας του Δήμου. Η μελέτη περιλάμβανε όλες τις απαραίτητες επί μέρους κατηγορίες μελετών, τοπογραφική, αρχιτεκτονική, στατική, ηλεκτρομηχανολογική, μελέτη ειδικών στερεωτικών εργασιών, υδραυλική, περιβαλλοντική και διαχείρισης. Στην συνέχεια το έργο «Αξιοποίηση Σπηλαίου Δράκου Καστοριάς», εντάχθηκε στο Π.Ε.Π. Δυτ. Μακεδονίας. Το 1998 εγκρίθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού η προμελέτη τουριστικής αξιοποίησης και οι εργασίες ξεκίνησαν τελικά το 2007. Την κατασκευή του έργου ανέλαβε η Κοινοπραξία «Τελιγιωρίδης-Φελεκίδης ΑΤΕ» με συνεπίβλεψη της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας Βόρειας Ελλάδος. Όλες οι προβλεπόμενες εργασίες, προκειμένου το σπήλαιο να γίνει επισκέψιμο καθώς και η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου και των κτισμάτων που εξυπηρετούν την όλη λειτουργία του Σπηλαίου, υλοποιήθηκαν με ήπιες μεθόδους παρέμβασης ειδικά στο εσωτερικό προκειμένου να μην αλλοιωθεί ο πλούσιος σταλακτιτικός διάκοσμος, ενώ οι εξωτερικές παρεμβάσεις έχουν αρχιτεκτονικό χαρακτήρα που σέβεται την ντόπια αρχιτεκτονική παράδοση με χρήση ντόπιων υλικών στις όψεις, πέτρα ξύλα και ένθετα διακοσμητικά κεραμικά. Το Σπήλαιο του Δράκου άνοιξε τις πύλες του για το κοινό στις 13 Δεκεμβρίου 2009 και εγκαινιάστηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2009.

Το σπήλαιο βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πόλης στο 2ο χλμ της παραλίμνιας οδού Σουγγαρίδη και λίγο πριν από την Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας. Η είσοδος απέχει περίπου είκοσι (20) μέτρα από τις όχθες της λίμνης και 14 μέτρα από τον δρόμο. Στο εσωτερικό του υπάρχουν μεγάλα χερσαία και λιμναία τμήματα με εντυπωσιακό σταλακτικό διάκοσμο καθώς περιλαμβάνει επτά (7) υπόγειες λίμνες, δέκα (10) αίθουσες, πέντε (5) διαδρόμους – σήραγγες. Η μεγαλύτερη αίθουσα του σπηλαίου έχει διαστάσεις 45Χ17 μέτρα με το κεντρικό της τμήμα υπερυψωμένο και τις πλευρές της να καταλήγουν σε λίμνες. Η μεγάλη λίμνη του σπηλαίου που είναι και η βαθύτερη βρίσκεται δυτικά. Η θερμοκρασία εντός του Σπηλαίου είναι σταθερή όλες τις εποχές στους 16-18Οc, ενώ η υγρασία φτάνει στο 90%. Στο εσωτερικό του σπηλαίου του Δράκου εντοπίστηκαν παλαιοντολογικά κατάλοιπα, με κυριότερα τα οστά σπηλαίας άρκτου ή αρκούδας των σπηλαίων (Ursus Speleaus). Το είδος αυτό έζησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου και εξαφανίστηκε πριν από περίπου 10.000 χρόνια. Το όνομά της οφείλεται στο γεγονός ότι τα απολιθωμένα λείψανά της εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε σπήλαια, όπου προφανώς διέμενε για περισσότερο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την καφέ αρκούδα η οποία χρησιμοποιούσε τα σπήλαια μόνο κατά την διάρκεια της χειμερίας νάρκης. Υπολογίζεται ότι το βάρος των αρσενικών ζώων έφτανε τα 400-500 κιλά και των θηλυκών τα 200-250 κιλά. Ήταν κατά βάση φυτοφάγο και περιστασιακά σαρκοφάγο ζώο. Είναι σημαντικό ότι έχει ληφθεί κάθε απαραίτητο μέτρο για την ασφάλεια των επισκεπτών και οι επεμβάσεις στο εσωτερικό έγιναν με τρόπο ώστε να μη θιχθεί η φυσική κατάσταση του Σπηλαίου.

Μύθος Σπηλαίου Δράκου Καστοριάς: "Πριν από πολλούς αιώνες η μεγάλη σπηλιά που βρίσκεται πριν από το μοναστήρι της Μαυριώτισσας ήταν χρυσωρυχείο και το φύλαγε ένας δράκος που ανέπνεε και έβγαζε από το στόμα του φλόγες και δηλητηριασμένους ατμούς. Ύστερα από το κτίσιμο της Καστοριάς (Ή’ ή Ι’ αιώνας) ο πρώτος βασιλιάς ο Κάστωρ, θέλοντας να διασκεδάσει τον φιλοξενούμενο αδελφό του Πολυδεύκη και τον πεθερό του Κέλι ιερέα του θεού, απεκάλυψε το τεράστιο αυτό σπήλαιο. Η παρουσία όμως του δράκου τους εμπόδιζε την προσέγγιση στη σπηλιά.. Τότε ο βασιλιάς υπεσχέθη μεγάλα δώρα σ’αυτόν που θα σκότωνε τον δράκο. Ένας νέος δυνατός παρουσιάστηκε. Επηκολούθησε άγρια πάλη με τον δράκο. Χτυπώντας τον με το κοντάρι του έτρεμαν οι γύρω βράχοι και αναταράζονταν τα νερά της λίμνης. Το τέρας κτυπήθηκε και έπλεε νεκρό επάνω στα νερά της λίμνης. Πανηγύρισαν το γεγονός και ευχαριστίαι ανεπέμφθησαν στον Πάνα. Και κατόπιν με αναμμένους δαυλούς προχώρησαν στη σπηλιά με σκυφτά τα κεφάλια τους για να μην κτυπήσουν τους σταλακτίτες. Το βάθος εκτεινόταν σε χιλιόμετρα και η ατμόσφαιρα γινόταν πνιγηρή από έλειψιν οξυγόνου. Σε ένα μέρος που η σήραγγα στενεύει έσβησαν οι δαυλοί και πηχτό σκοτάδι τους σφιχταγκάλιασε όλους. Τότε άκουσαν μια απόκοσμη φωνή να λέει : εκείνος που θα σκύψει να πάρει μια χούφτα της λάσπης που πατάει θα μετανιώσει. Οι πιο θαρρετοί έσκυψαν και επήραν λάσπη και γέμισαν τους κόρφους τους. Οι άλλοι φοβήθηκαν και δεν τόλμησαν να πάρουν. Όταν βγήκαν στο φως του ηλίου εκείνοι που κρατούσαν τη λάσπη είδαν με έκπληξη πως κρατούσαν υγρή χρυσόσκονη…" Έτσι περιγράφει ο λαογράφος Δ. Γιαννούσης ( Ακρόπολη, 11-7-54) την παράδοση σχετικά με το Σπήλαιο του Δράκου.

 

πάνω

κι άλλα ατέλειωτα και υπέροχα Σπήλαια:

Το σπήλαιο Ανεμότρυπα - Πράμαντα Ιωαννίνων

Το σπήλαιο έχει τρία επίπεδα και το αξιοποιημένο τμήμα έχει μήκος 250μ..Κάτω από τους υπέροχους σταλακτίτες, έχουν σχηματιστεί τρεις λιμνούλες σε αποχρώσεις του γκρι ,ροζ και άσπρου όπου μαζί με τους σταλαγμίτες δημιουργούν ένα υπέροχο θέαμα. Η εξερεύνησή του ξεκίνησε το 1960 και σήμερα η τουριστική διαδρομή είναι 350μ.

.


Το σπήλαιο Αγίας Σοφιάς Μυλοπόταμου - Κυθήρων

Το πρώτο πράγμα που κάνει εντύπωση στον επισκέπτη είναι το αγιογραφημένο τέμπλο που χρονολογείται από τον 13ο αι.. Αυτό δείχνει κιόλας την διαμόρφωση του σπηλαίου σε εκκλησία από τους κατοίκους του νησιού. Αμέσως μετά το τέμπλο βρίσκεται και το μεταγενέστερο εκκλησάκι της Αγ.Σοφιάς. Δύμφνα όμως με τον μύθο ήταν η ερτική φωλιά του Πάρη και της Ωραίας Ελένης κατά την παραμονή τους στα Κύθηρα. Το συνολικό του μήκος φτάνει τα 500μ. ενώ η τουριστική διαδρομή φτάνει τα 250μ.


Το σπήλαιο των Ολύμπων - Χίος

Είναι ένα εντυπωσιακό σπηλαιοβάραθρο, που έχει βάθος 52μ.! Από την φυσική του είσοδο μπαίνει ακτίνα φωτός και σε συνδυασμό με τα φυσικά χρώματα των σχηματισμών, δημιουργούνται εικόνες ξεχωριστές για τον επισκέπτη.Το σπήλαιο εξερευνήθηκε το 1985 και το μήκος τουριστικής διαδρομής είναι 50μ.


Αλεπότρυπα Δυρού

Είναι ένα από τα πιο σημαντικά σπήλαια με αρχαιολογικό ενδιαφέρον, της Μάνης αλλά και της Ελλάδας γενικότερα και βρίσκεται στον όρμο του Δυρού, 200 μέτρα απόσταση από το σπήλαιο Βλυχάδα. Πρόκειται για αρκετά μεγάλο σπήλαιο που στο παρελθόν υπήρξε κοίτη υπόγειου ποταμού. Ανακαλύφθηκε τυχαία το 1958 και από τότε έχει τραβήξει το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων για τα πολύ σημαντικά ευρήματα που έχουν βρεθεί μέσα του. Το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία, αποθήκη αγαθών, εργαστήριο οικοτεχνικής δραστηριότητας, καθώς και ως χώρος ταφής και λατρείας νεκρών. Με βάση τις χρονολογήσεις και τη μελέτη των ευρημάτων το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε περίπου το 5300-3200 π.Χ. Μετά από ανασκαφές που γίνονται μέχρι και σήμερα, παρατηρήθηκαν ογκόλιθοι, άταφοι νεκροί και άλλα στοιχεία που οδηγούν στο συμπέρασμα πως μια μεγάλη καταστροφή, πιθανότατα σεισμός, εγκλώβισε τους κατοίκους μέσα στο σπήλαιο στο τέλος της 4ης χιλιετίας π.Χ. Πολλά εκθέματα βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο Σπάρτης, αλλά και στο μικρό μουσείο που βρίσκεται στην είσοδο του σπηλαίου. Για να αξιοποιηθεί τουριστικά, το σπήλαιο υπέστη μεγάλες καταστροφές στο εσωτερικό του, αλλά κυρίως στην είσοδό του, κατά τη διάνοιξή της με χρήση δυναμίτη, που κατέστρεψε σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Εδώ κι αρκετά χρόνια το σπήλαιο παραμένει κλειστό για τους επισκέπτες και για τους σπηλαιολόγους.


Σπήλαιο Ελεφάντων

Στην περιοχή Δρέπανο του Ακρωτηρίου, στο νομό Χανίων και έξω από τον κόλπο της Σούδας, βρίσκεται το σπήλαιο Ελεφάντων το οποίο ανακαλύφθηκε τυχαία από ψαροντουφεκά. Έχει διανοιχτεί σε Μεσοζωικούς ασβεστόλιθους. Η είσοδός του (πλάτους 9 μ. και ύψους 6,5 μ.) βρίσκεται σήμερα σε βάθος 10 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και συνεχίζει σε ένα τούνελ μήκους περίπου 40 μ., στο τέλος του οποίου ο δύτης αντικρίζει ένα μοναδικό θέαμα, μια σπηλιά πραγματικά τεράστια με 50 μ. μήκος, 50 μ. πλάτος και ύψος 6 μ. περίπου! Το υπόλοιπο τμήμα (μήκους 125 μ. και μέσου πλάτους 2 μ.), που αποτελεί και την κύρια αίθουσα, έχει, λόγω της μορφολογίας του, εν μέρει κατακλυστεί από ύδατα. Το βάθος του πυθμένα σε αυτή την αίθουσα κυμαίνεται από λίγα εκατοστά ως 4 μ., ενώ το ύψος της οροφής πάνω από την επιφάνεια του νερού ξεπερνά σε ορισμένα σημεία τα 10 μ. Ο διάκοσμος είναι πολύ πλούσιος σε όλο το σπήλαιο, τόσο πάνω από την επιφάνεια του νερού, όσο και κάτω από αυτή. Όλη η οροφή της σπηλιάς είναι γεμάτη από σταλακτίτες ενώ μέσα στο νερό υπάρχουν και πολλοί σταλαγμίτες, γεγονός που δηλώνει πως κάποτε το δάπεδο του σπηλαίου δεν καλυπτόταν από νερό! Το σημαντικότερο εύρημα εδώ ήταν ο εντοπισμός παλαιοντολογικού υλικού, το οποίο διαπιστώθηκε ότι αποτελείται κυρίως από οστά ελεφάντων και ένα πολύ μικρό ποσοστό από αρτιοδάκτυλα (Cervidae). Από τις μετρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στα τμήματα του σκελετού των ελεφάντων, υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για νέο είδος, που ονομάστηκε elephas chaniensis. Το μέγεθός του ήταν μεγαλύτερο από τον σημερινό ελέφαντα και μικρότερο από τον πρόγονό του, τον antiquus. Η μελέτη των ιζημάτων (βιολογικών, κλαστικών και χημικών) δείχνει με βεβαιότητα ότι το σπήλαιο σε παλαιότερες εποχές ήταν στεγνό.


Σπήλαιο Πιτσών

Βρίσκεται κοντά στο Ξυλόκαστρο του νομού Κορινθίας κι ανακαλύφθηκε το 1934 τυχαία από βοσκούς της περιοχής. Η θερμοκρασία του σπηλαίου και οι κλιματικές του συνθήκες ευνόησαν τη διατήρηση αντικειμένων από ύφασμα και ξύλο. Η ποσότητα ειδωλίων πού βρέθηκαν μέσα σ’ αυτό οδήγησε την Αρχαιολογική Υπηρεσία σε ανασκαφική έρευνα, κατά την οποία βρέθηκαν πάρα πολλά αφιερώματα. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται πολλά γυναικεία πήλινα ειδώλια, πού χρονολογούνται από τον 7ο έως το 2ο π.χ. αιώνα. Ένα κεφάλι ειδωλίου είναι στολισμένο με στεφάνι από παπαρούνες και ένα άλλο ειδώλιο παριστάνει γυναίκα έγκυο. Το πιο σημαντικό εύρημα, στο οποίο το σπήλαιο χρωστάει τη φήμη του, είναι 4 γραπτοί ξύλινοι πίνακες, μοναδικά δείγματα ζωγραφικής. Ο ένας διασώθηκε ολόκληρος, ενώ οι άλλοι τρεις αποσπασματικά. Από τις επιγραφές των πινάκων και τα αφιερώματα είναι φανερό ότι στο σπήλαιο λατρεύονταν οι Νύμφες, θεότητες τού τοκετού και κουροτρόφοι. Ειδώλια σατύρων που βρέθηκαν στο σπήλαιο επιβεβαιώνουν τη λατρεία τού Διόνυσου. Για αιώνες, οι υποψήφιες μητέρες της περιοχής έπαιρναν το δυσπρόσιτο μονοπάτι προς το σπήλαιο, για να εξευμενίσουν τις θεότητες με θυσίες και προσφορές. Το σπήλαιο είχε εγκαταλειφθεί απ’ το 1934, αλλά πρόσφατα έγινε χαρτογράφηση του σπηλαίου.


Σπήλαιο Καστανιάς

Γνωστό και ως σπήλαιο του Αγίου Ανδρέα (από το ομώνυμο εκκλησάκι κοντά του), πλούσιο σε ποικιλία σχημάτων και χρωμάτων, κατατάσσεται δεύτερο στο είδος του στην Ευρώπη. Βρίσκεται στο δήμο Βοιών, στο πρώτο «πόδι» της Πελοποννήσου, στην ανατολική απόληξη του Πάρνωνα, κοντά στη Νεάπολη. Είναι ένα από τα πιο όμορφα αξιοποιημένα σπήλαια, αρμονικά δεμένο με το φυσικό περιβάλλον. Η έκταση του σπηλαίου είναι 1,5 στρέμμα που χωρίζεται σε δύο επίπεδα. Η τουριστική διαδρομή είναι 500 μέτρα και πολύ ευχάριστη. Η ιδιαιτερότητα του σπηλαίου είναι ο πολύ πυκνός διάκοσμος που διαθέτει. Ένα χαρακτηριστικό του σπηλαίου είναι ο έντονος κόκκινος χρωματισμός του, που οφείλεται στο εμπλουτισμένο πέτρωμα από οξείδια σιδήρου. Ανάμεσα στους τεράστιους κόκκινους και λευκούς καταρράκτες, τις γιγάντιες πολύσχημες κολώνες, τις κουρτίνες και τα σεντόνια που ξεχύνονται από την οροφή, φωλιάζουν χταπόδια, κοράλλια, ελεφαντάκια, μανιτάρια, πουλιά, εξωτικά φυτά και μνημειώδη πλάσματα. Με λίγη τύχη, ίσως συναντήσετε έναν ευγενή μόνιμο κάτοικο του σπηλαίου, το τυφλό και κουφό δολιχόποδο.


Σπήλαιο του Ορφέα

Αργά και σταθερά, για χιλιάδες χρόνια, ο ποταμός Αγγίτης ρέει στην κοιλάδα του, σμιλεύοντας τη γη και δημιουργώντας σπηλιές που η φυσική τους ομορφιά κόβει την ανάσα. Ο Αγγίτης είναι ο πιο μεγάλος και σημαντικός παραπόταμος του Στρυμόνα και βρίσκεται στο νομό Σερρών. Έγινε πολύ γνωστός μετά την ανακάλυψη και την αξιοποίηση του διάσημου σπηλαίου της Αλιστράτης. Όμως, σχεδόν 1 χιλιόμετρο νότια και δυτικά του ξακουστού σπηλαίου υπάρχει ένα άλλο σπήλαιο που έχει το όνομα του μυθικού γητευτή της λύρας αλλά και ιστορικού βασιλιά της Θράκης, του Ορφέα. Κατεβαίνοντας από την Αλιστράτη, το φαράγγι που πήρε το όνομά του από το σπήλαιο στο οποίο οδηγεί φτάνει μέχρι τη Σπηλιά του Ορφέα.

Το Σπήλαιο του Ορφέα είναι ένας απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς μέρος. Μέσα στο σπήλαιο, η αργή αλλά ανίκητη δύναμη του νερού έχει λαξεύσει σταλαγμίτες 45.000 ετών, σε εκπληκτικούς σχηματισμούς. Το Σπήλαιο εντόπισαν το 1976 Αυστριακοί επιστήμονες και η εξερεύνηση του συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Πρόκειται για μια οριζόντια, δαιδαλώδη σπηλιά, με συνολικό μήκος 300 μέτρα και πλάτος που κυμαίνεται από 20 μέτρα έως 30 μέτρα. Πέραν όμως της φυσικής ομορφιάς, το Σπήλαιο του Ορφέα είναι ένα «σεντούκι» που προστατεύει καλά σημαντικά μυστικά της ανθρώπινης ιστορίας. Από τις έρευνες της Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας, βρέθηκαν μέσα στο σπήλαιο ευρήματα που αποκαλύπτουν ότι άνθρωποι έζησαν εκεί ακόμη και 9.000 χρόνια πριν. Από τα υπολείμματα άνθρακα που ανακαλύφθηκαν μέσα στο σπήλαιο μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι άνθρωποι έμειναν εκεί. Το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ως χώρος εποχιακής εγκατάστασης και άσκησης γεωργοκτηνοτροφικών εργασιών και ως χώρος αποθήκευσης. Από τη χρονολόγηση των ευρημάτων προκύπτει ότι για τέσσερις ιστορικές περιόδους άνθρωποι έμειναν στο Σπήλαιο του Ορφέα. Υπήρχε ζωή πριν από 3.000 χρόνια, πριν από 6.000 με 7.000 χιλιάδες χρόνια και το αποτέλεσμα της ραδιοχρονολόγησης στο βαθύτερο σημείο έδειξε ότι υπήρχε ζωή και πριν από 9.000 χρόνια! Μέσα στο σπήλαιο, εκτός από αντικείμενα καθημερινής χρήσης (εργαλεία, θραύσματα αγγείων κλπ) βρέθηκαν και ανθρώπινα κρανία και λείψανα. Οι ραδιοχρονολογήσεις που έγιναν στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος επιβεβαιώνουν το ευρύ φάσμα χρήσης του σπηλαίου και κυμαίνονται από 6640-6480 π.Χ. έως 1880-1690 π.Χ. Από τη στιγμή που ανακαλύφτηκε το Σπήλαιο του Ορφέα, κοντά στην Αλιστράτη τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον, όχι μόνο για το μέγεθος και την ομορφιά του, αλλά κυρίως για τη σημασία των παλαιοντολογικών και αρχαιολογικών ευρημάτων που έκρυβε για χιλιάδες χρόνια και μαρτυρούν το ρόλο του σπηλαίου στην εξελισσόμενη ιστορία του ανθρώπου στη Ελλάδα. Οι αρχαιολογικές έρευνες κρατούν σήμερα το σπήλαιο σφραγισμένο μέχρι να ολοκληρωθούν οι ανασκαφές.

Το σπήλαιο Πετραλώνων - Χαλκιδικής

Τοποθεσία: Το καταστόλιστο με σταλαγμίτες και σταλακτίτες σπήλαιο Πετραλώνων βρίσκεται στους δυτικούς πρόποδες του βουνού Κατσίκα και σε υψόμετρο περίπου 300 μέτρα από το επίπεδο της θάλασσας. Ανακάλυψη: Εντοπίστηκε το 1959 από τον κάτοικο Πετραλώνων Φίλιππο Χατζαρίδη και έγινε παγκόσμια γνωστό το 1960 όταν βρέθηκε το κρανίο τού Αρχανθρώπου από έναν άλλο συγχωριανό του, το Χρήστο Σαρρηγιαννίδη. Ανασκαφές και έρευνες: Οι συστηματικές ανασκαφές τού Σπηλαίου ξεκίνησαν το 1965 από τον ιδρυτή τής Ανθρωπολογικής Εταιρείας Ελλάδος καθηγητή ανθρωπολόγο Άρη Πουλιανό. Οι έρευνές του απέδειξαν ότι ο Αρχάνθρωπος είναι 700.000 περίπου ετών, γεγονός που τον καθιστά τον αρχαιότερο Ευρωπαίο. Η ηλικία αυτή στηρίχθηκε στην λεπτομερή ανάλυση της στρωματογραφίας (μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί 28 γεωλογικά στρώματα), καθώς και στη μελέτη τόσο των αρχέγονων παλαιολιθικών εργαλείων, όσο και των ειδών της παλαιοπανίδας που ανακαλύφθηκαν σε όλα σχεδόν τα στρώματα. Σημαντική, για την επαλήθευση της ηλικίας, είναι η συμβολή τής πυρηνικής φυσικής. Τα υλικά που χρονολογήθηκαν είναι οστά, άργιλος, σταλαγμίτες και στάχτες. Αυτές, είναι ίχνη φωτιάς – τα αρχαιότερα που άναψε ποτέ ανθρώπινο χέρι πάνω στη γη. Το μεγάλο εύρημα: Αυτός ο άνθρωπος ήταν ηλικίας 25-35 ετών, αρκετά ηλικιωμένου για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, μιας και ο μέσος όρος ζωής ήταν τα 18-20 χρόνια. Ανήκει σε τύπο αρχανθρώπου (δηλαδή όρθιου ανθρώπου) μεταβατικής μορφής από τον Homo erectus προς τον Homo sapiens neandertalensis. Το κρανίο βρέθηκε στο 11ο στρώμα του σπηλαίου που σχηματίστηκε σε μια πολύ ψυχρή περίοδο, την επονομαζόμενη Κρήνεια περίοδο. Ήταν καλυμμένο με σταλαγμίτη και το σημείο όπου εντοπίστηκε, που ονομάστηκε ''Μαυσωλείο'', είναι το στεγνότερο μέρος της σπηλιάς και λίγο πιο ζεστό. Στο χώρο του ''Μαυσωλείου'' βρέθηκαν διασκορπισμένες οστέινες βελόνες που πρέπει να τις χρησιμοποιούσε ο αρχάνθρωπος για να στηρίζει τα δέρματα γύρω από το σώμα του και ίχνη φωτιάς την οποία άναβε για να ζεσταθεί και να ψήνει την τροφή του. Ακόμη βρέθηκαν πολλά λίθινα και οστέινα εργαλεία, τα οποία έφτιαχνε για να κυνηγά τα θηράματά του. Οι χώροι της σπηλιάς πρέπει να χρησίμεψαν ως τόπος διαμονής των ανθρώπων, όταν άρχισε η περίοδος των παγετώνων. Ηλικία του σπηλαίου: Αναφορικά με τη χρονολόγηση των ευρημάτων του σπηλαίου των Πετραλώνων έχουν ανακύψει διάφορα επιστημονικά προβλήματα. Σύμφωνα με μία εκδοχή η οποία βασίστηκε σε μέτρηση που έγινε με τη μέθοδο των αμινοξέων του οστού του κρανίου ο αρχάνθρωπος έχει ηλικία 260.000 ετών. Όμως κατά τον Aρη Πουλιανό, που διεξήγαγε έρευνες στο σπήλαιο και χρονολόγησε τα ευρήματα με τη μέθοδο της στροφορμής ηλεκτρονίων, ο αρχάνθρωπος των Πετραλώνων πρέπει να έζησε πριν από 700.000 χρόνια, ενώ τα ίχνη φωτιάς είναι περίπου 700.000 - 1.000.000 χρόνων και είναι τα αρχαιότερα που βρέθηκαν μέχρι σήμερα πάνω στη γη.

Οι θάλαμοι: Στο θάλαμο του σπηλαίου που ονομάστηκε ''Νεκροταφείο γιγάντων'' βρέθηκαν οστά 14 διαφορετικών ειδών σαρκοβόρων ζώων, όπως μεγαλόσωμης αρκούδας, πάνθηρα, λιονταριού, ύαινας, λύκου, ρινόκερου, ελαφιού και τρωκτικών που σήμερα δεν υπάρχουν στη Χαλκιδική. Στη ''Μεγάλη σάλα'' και το ''Θάλαμο των ελάτων'' συναντάμε ογκώδεις σταλαγμίτες. Στο ''Διάδρομο των νάνων σταλαγμιτών'' βλέπουμε μικρούς ακανθωτούς σταλαγμίτες, μεγέθους λίγων μόνο εκατοστών, που γι' αυτό το λόγο ονομάστηκαν ''νάνοι''. Στο ''Θάλαμο των ριζών'' λεπτές ρίζες πριναριών που έχουν εισχωρήσει από το έδαφος μέσα στη σπηλιά σχηματίζουν ένα δίχτυ που καλύπτει τους σταλακτίτες. Ακόμη εντυπωσιάζει η ''χρυσή βροχή'', δηλαδή πολύ λεπτοί σταλακτίτες που θυμίζουν τις σταγόνες της βροχής. Συνθήκες: Το σπήλαιο έχει μέση θερμοκρασία όλο το χρόνο 16 βαθμούς C. Είναι επισκέψιμο και η τουριστική διαδρομή που έχει διαμορφωθεί φθάνει τα 2 χιλιόμετρα. Σε αίθουσές του έχουν τοποθετηθεί προπλάσματα αρχανθρώπων.

Σπήλαιο "Κουτούκι"

Είναι το μεγαλύτερο και το ωραιότερο από τα εξήντα (60) περίπου σπήλαια της Αττικής. Βρίσκεται στις ανατολικές παρυφές του κυρίως ορεινού όγκου του Υμηττού, σε υψόμετρο 510 μέτρων, και υπάγεται στον Δήμο Παιανίας. Πρώτος εξερευνητής του Σπηλαίου θεωρείται ο δημοσιογράφος Δ. Χατζόπουλος, ο οποίος, με τη βοήθεια των κατοίκων της περιοχής, πραγματοποίησε την πρώτη κάθοδο από την φυσική είσοδο του σπηλαίου, όπου προηγουμένως είχε πέσει ένα κατσίκι. Ακολούθησαν πολλές επισκέψεις διαφόρων ομάδων φυσιολατρών, με σημαντικότερη εκείνη του Γιάννη και της Άννας Πετροχείλου της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας το 1954, που έκαναν και τη χαρτογράφησή του. lyk-paian.att.sch.gr/caveGR.htm Το Σπήλαιο εντάσσεται στο υπόγειο καρστικό σύστημα του Υμηττού. Η δημιουργία του οφείλεται στην υψηλή διαλυτότητα των ασβεστόλιθων στο νερό της βροχής. Αυτό είναι και η πρωταρχική αιτία γενέσεως των Σπηλαίων. Έτσι έχει δημιουργηθεί και το μεγαλύτερο μέρος του Σπηλαίου της Παιανίας, με πλούσιο λιθωματικό διάκοσμο, με ποικιλίες σταλακτιτικών σχηματισμών και υποβλητική ατμόσφαιρα, στοιχεία που ώθησαν στο να δοθούν διάφορα ονόματα στις αίθουσες, τους εξώστες, τις πλατείες και τους διαδρόμους. Την "Ολυμπιακή Δάδα" μπορούμε να διακρίνουμε, "Βωμούς", "Κοράλλια", ένα "Αρμόνιο", και τον "Κόκκινο Καταρράκτη" από τα οξείδια του σιδηρού που διεισδύουν στο εσωτερικό του σπήλαιο μαζί με το νερό από την επιφάνεια του εδάφους.

Το "Κουτούκι" είναι σπηλαιοβάραθρο με κατακόρυφο ύψος 38,5μ. και μήκος διαδρόμων 350 μ.. περίπου. Ο τεράστιος κεντρικός θάλαμος, διαστάσεων 60 x 60 μ. χωρίζεται με σταλαγμίτες, σταλακτίτες και κολώνες σε άλλους μικρότερους. Η θερμοκρασία στο εσωτερικό του είναι 17oC. Tο μνημείο αποκαλύφθηκε τυχαία από βοσκούς το 1926 όταν ένα νεαρό πρόβατο έπεσε σε μία τρύπα που υπήρχε στο έδαφος. Για καλή του τύχη, το ερίφιο έπεσε στα μαλακά και επέζησε! Έτσι λοιπόν, λίγη ώρα αργότερα ο βοσκός άκουσε το βέλασμα του και ανακάλυψε μία μικρή χαραμάδα στα πετρώματα του βουνού. Για να το πιάσει μάλιστα, ζήτησε τη βοήθεια ενός κατασκευαστή πηγαδιών, ο οποίος όταν μπήκε μέσα ένιωσε ένα ρεύμα αέρα να τον διαπερνά. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι πρόκειται για ένα σπήλαιο ηλικίας 2.000.000 ετών και λόγω της ανυπαρξίας άλλης εισόδου δεν είχε ποτέ πριν παρατηρηθεί από τον άνθρωπο! Δεν χρησιμοποιήθηκε δηλαδή ως κατοικία του πρωτόγονου ανθρώπου, όπως έχει συμβεί σε άλλα σπήλαια στα οποία βρέθηκαν οστά και ίχνη φωτιάς.

Σήμερα η επίσκεψη γίνεται από τεχνητή είσοδο που κατασκευάστηκε για την διευκόλυνση της πρόσβασης, στα πλαίσια της τουριστικής αξιοποίησης που έγινε από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) την τετραετία 1963 - 1967.

Πρόσφατα, το Σπήλαιο περιήλθε στο Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο στοχεύει στην πλήρη ανάπλαση του χώρου, στην αποκατάσταση του εσωτερικού και στον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας του με την συνεργασία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και την συμπαράσταση της τοπικής κοινωνίας. Ύστερα από κατάλληλες περιβαλλοντολογικές μελέτες, το πράσινο φύκος που επικαλύπτει τους σταλακτίτες και επιβαρύνει το σπήλαιο θα απομακρυνθεί και θα αλλάξει ο φωτισμός που μέχρι σήμερα το προκαλούσε. Σύντομα ελπίζουμε ότι και στο έξω χώρο θα λειτουργήσει εκτός από το καφενείο και αίθουσα προβολών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την καλύτερη ενημέρωση του κοινού σχετικά με τα Σπήλαια, τα οποία δεν αποτελούν μόνο αξιοθέατα φυσικά μνημεία, αλλά και αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς, και προστατεύονται από τον Αρχαιολογικό Νόμο.

Η μοναδική αίθουσα του σπηλαίου, διαστάσεων περίπου 60 Χ 60 μ., χωρίζεται σε μικρότερες εξαιτίας των λιθωματικών παραπετασμάτων που έχουν αναπτυχθεί κατά μήκος των διακλάσεων (ρωγμών του πετρώματος που οφείλονται σε τεκτονικά φαινόμενα) του μητρικού πετρώματος. Ο πλούσιος λιθωματικός διάκοσμος, με την ποικιλία των σταλακτιτικών σχηματισμών και των χρωματισμών οι οποίοι οφείλονται στην επενέργεια οξειδίων, δημιουργεί υποβλητική ατμόσφαιρα. Σήμερα η πρόσβαση στο σπήλαιο γίνεται από τεχνητή σήραγγα, μήκους 17 μ., που κατασκευάστηκε για τη διευκόλυνση των επισκεπτών, η δε τουριστική διαδρομή έχει μήκος 350 μ. Η αρχική φυσική είσοδος βρίσκεται στην οροφή του σπηλαίου. Στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος Αττικής 2007-2013 υλοποιήθηκε από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας/Σπηλαιολογίας έργο ανακαίνισης των εγκαταστάσεων του σπηλαίου και συντήρησης των σπηλαιοθεμάτων, οπότε δοκιμάστηκαν πρωτοποριακές μέθοδοι για τον καθαρισμό του διακόσμου που είχε υποβαθμιστεί σταδιακά κατά την μακροχρόνια τουριστική εκμετάλλευση. Το σπήλαιο αποτελεί οργανωμένο τουριστικό χώρο.

Σπήλαιο Κάψια

Βρίσκεται περίπου 1,5 χλμ. βόρεια του χωριού Κάψια και 15 χλμ. μακριά από την Τρίπολη, στο νομό Αρκαδίας και θεωρείται ένα από τα πιο αξιόλογα σπήλαια στην Ελλάδα. Το σπήλαιο, γνωστό με το όνομα «καταβόθρες του Κάψια», ερευνήθηκε πρώτη φορά το 1887 από τον Γάλλο αρχαιολόγο Γουσταύο Φουζέρ, κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην Αρχαία Μαντίνεια, και οι ειδικοί το έχουν κατατάξει στα 10 πιο αξιόλογα σπήλαια της Ελλάδας. Βρίσκεται στην περιφέρεια κλειστής λεκάνης του οροπεδίου της Μαντινείας και συνδέεται με το περίπλοκο γεωλογικό σύστημα από σπήλαια και φυσικές καταβόθρες που χαρακτηρίζουν τον υδροφόρο ορίζοντα. Η πρώτη έρευνα του σπηλαίου έγινε το 1892 από ελληνογαλλική ομάδα σπηλαιολόγων. Έχει μήκος περίπου 380 μ. (αν και συνεχίζει μετά το τέλος του τουριστικού διαδρόμου) και η μέχρι σήμερα εξερευνημένη του έκταση είναι περίπου 6,5 στρέμματα. Αυτό που κάνει το σπήλαιο ξεχωριστό είναι ο διάκοσμός του, που αποτελεί ένα σπάνιο μεγαλειώδες θέαμα συνδυασμού χρωμάτων και σχεδίων. Πολύχρωμοι σταλακτίτες και σταλαγμίτες δημιουργούν σχηματισμούς μοναδικής ομορφιάς, αλλά και εντυπωσιακές αντανακλάσεις στο εσωτερικό του σπηλαίου. Στο εσωτερικό του σπηλαίου βρέθηκαν ίχνη παλαιάς πλημμύρας και πλήθος από θραύσματα ανθρώπινων οστών και κρανίων, 40 περίπου ατόμων, κυρίως νεαρής ηλικίας, σκεπασμένα από λάσπη (πάχους 0,5 μ.) που σκεπάζει το πάτωμα του σπηλαίου. Το γεγονός αποδίδεται μάλλον σε ξαφνική πλημμύρα, που βρήκε το πλήθος μέσα στο σπήλαιο, πιθανόν ενώ τελούσε τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Βρέθηκαν και λυχνάρια που ίσως ανήκουν στους ύστερους ελληνικούς χρόνους (4ος και 5ος αιώνας μ.Χ.). Ένας από τους χώρους του σπηλαίου της Κάψιας έχει το όνομα «η αίθουσα των θαυμάσιων», όπου παρουσιάζονται οι σπανιότεροι χρωματισμοί λιθωματικού υλικού από κάθε άλλο γνωστό ελληνικό σπήλαιο. Χρώματα εκρηκτικά, κόκκινα της φωτιάς και κίτρινα της ώχρας και πρασινογάλαζα, ανάμικτα με το κατάλευκο των σταλακτιτών, προσφέρουν ένα μοναδικό θέαμα φυσικής τέχνης.


Λιμνοσπήλαιο Μελισσάνης

Ένα από τα πιο γνωστά και πανέμορφα αξιοθέατα της Κεφαλονιάς, με έντονο ιστορικό ενδιαφέρον, είναι το λιμνοσπήλαιο της Μελισσάνης. Το βαραθρώδες λιμνοσπήλαιο της Μελισσάνης βρίσκεται σε απόσταση 2 χιλ. βορειοδυτικά της Σάμης, στον Καραβόμυλο. Η φυσική είσοδος του σπηλαίου είναι κατακόρυφη διαστάσεων 40 x 50 μ. και δημιουργήθηκε από την πτώση ενός τμήματος της οροφής. Τεχνητή είσοδος με σκαλοπάτια και μακρύς υπόγειος διάδρομος επιτρέπει την επίσκεψη στο σπήλαιο. Η λίμνη βρίσκεται 20 μ. κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και το βάθος των νερών της κυμαίνεται από 10 μ. έως 30 μ. Σταλακτίτες με περίεργα σχήματα στολίζουν το μεγαλύτερο τμήμα του σπηλαίου. Ανακαλύφθηκε το 1951 από τον σπηλαιολόγο Πετρόχειλο και από τότε μετά από διαδικασίες κατασκευής πρόσβασης έχει παραδοθεί στην τουριστική εκμετάλλευση. Ένα μεγάλο μέρος της οροφής της έχει καταρρεύσει, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μια ιδιομορφία, αλλά και μοναδικότητα. Ειδικά την στιγμή που ο ήλιος βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του το θέαμα είναι μαγευτικό, καθώς οι ηλιαχτίδες του καθρεφτίζονται στα καταγάλανα νερά. Στην αρχαιότητα, η λίμνη ήταν τόπος λατρείας του Πάνα και της νύμφης Μελισσάνθης. Ο μύθος λέει πως η Μελισσάνθη αυτοκτόνησε μέσα στη λίμνη από τη λύπη της, επειδή ο Πάνας δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά της. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή η βοσκοπούλα Μελισσάνθη έχασε ένα πρόβατο και καθώς προσπαθούσε να το βρει, σκόνταψε και έπεσε μέσα στη λίμνη. Μέσα στη λίμνη βρίσκεται ένα νησάκι, στο οποίο ο αρχαιολόγος Σ. Μαρινάτος ανακάλυψε ιερό του Πάνα, τα ευρήματα του οποίου βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αργοστολίου. Τα ευρήματα αυτά είναι ένα πήλινο ειδώλιο του θεού Πάνα, ένας πήλινος δίσκος που απεικονίζει νύμφες να χορεύουν, μια πήλινη πλάκα με πομπή νυμφών καθώς και ένα μικρό πλακίδιο με ανάγλυφη γυναικεία μορφή. Στο μοναδικό αυτό λιμνοσπήλαιο συναντάμε και ένα άλλο φαινόμενο. Το νερό εισχωρεί στα ασβεστολιθικά πετρώματα, τα διαβρώνει και δημιουργούνται κοιλώματα σε μια διαδικασία που ονομάζεται καρστικοποίηση. Το 1963 διαπιστώθηκε ότι το λιμνοσπήλαιο επικοινωνεί με ολόκληρο το καρστικό δίκτυο του νησιού και μάλιστα επιβεβαιώθηκε με έλεγχο με χρωματιστό νερό που διοχετεύτηκε από τις καταβόθρες στο Αργοστόλι, στο άλλο άκρο της νήσου. Η ξενάγηση του επισκέπτη σήμερα γίνεται με βάρκα και μπορεί να απολαύσει το μαγευτικό θέαμα από σταλακτίτες, κρυστάλλινο νερό, αλλά και το φως του ήλιου που συνυπάρχουν αρμονικά.

Σπηλαιοπάρκο Αλμωπίας

Το Σπηλαιοπάρκο Αλμωπίας είναι το πρώτο και μοναδικό σπηλαιολογικό πάρκο στην Ελλάδα. Βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Βόρα, κοντά στο χωριό Λουτράκι του Δήμου Αριδαίας και εντός των ορίων των εγκαταστάσεων των Ιαματικών Λουτρών. Περίπου 15 σπήλαια και έγκοιλα έχουν καταγραφεί και ερευνηθεί από το 1990 μέχρι σήμερα. Από αυτά τα σπήλαια, το Βάραθρο έχει αναδειχθεί τουριστικά και είναι επισκέψιμο, η Αρκουδοσπηλιά έχει παλαιοντολογικό ενδιαφέρον, το Σπήλαιο των Ανταρτών έχει αρχαιολογικό ενδιαφέρον, ενώ τα υπόλοιπα παρουσιάζουν ποικίλο, αλλά μικρότερο ενδιαφέρον. Το Σπηλαιοπάρκο Αλμωπίας αποτελεί μία ιδιαίτερη περιοχή με έντονο ενδιαφέρον όσον αφορά τη γεωλογία, την παλαιοντολογία και την αρχαιολογία. Τα απολιθώματα από τις ανασκαφές στεγάζονται στις παλαιοντολογικές εκθέσεις του Φυσιογραφικού και Λαογραφικού Μουσείου Αλμωπίας στα Λουτρά και στο Δημοτικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στην Αριδαία. Εκτός από τα σπήλαια στην περιοχή υπάρχουν ιαματικά λουτρά και το καταπληκτικής ομορφιάς φαράγγι του Βόρα με εντυπωσιακούς καταρράκτες.

πάνω