Παλιές ιστορίες: ο Μεγαλέξανδρος, η Πόλη κι η Αγιασοφιά, Έλληνες ανδρειωμένοι

ü      Ο Μεγαλέξανδρος και η γοργόνα

Ο Αλέξανδρος ο Βασιλιάς, σαν πολέμησε και πήρε όλα τα βασίλεια του κόσμου και τον έτρεμε όλη η γη κι η οικουμένη, κάλεσε τους μάγους και τους ρώτησε:

- Πείτε μου εσείς που κατέχετε της μοίρας τα γραμμένα, τι μπορώ να κάνω για να ζήσω πολλά χρόνια, να χαρώ τον κόσμο που τον έκανα όλον δικό μου;

- Βασιλιά μου πολυχρονεμένε, η δύναμή σου είναι πολλή μα όσα έχει γράψει η μοίρα δεν μπορούν να ξεγραφτούν. Ένα μόνο πράγμα είναι που μπορεί να σε κάνει να χαρείς τα βασίλεια και τη δόξα σου. Μα είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο.

- Δεν σας ρωτώ αν είναι δύσκολο, μόνο ποιο είναι;

- Ε, τότε Βασιλιά μου, στους ορισμούς σου, είναι το Αθάνατο νερό που όποιος το πιει, θάνατο δεν φοβάται. Μα όποιος πάει για να το πάρει, πρέπει να περάσει ανάμεσα από δυο βουνά που χτυπά το ένα πάνω στο άλλο ασταμάτητα κι ούτε πουλί πετούμενο δεν προλαβαίνει να περάσει. Άμα περάσεις τα δυο βουνά, είναι ένας δράκος ακοίμητος και φυλάει το Αθάνατο νερό. Σκοτώνεις το δράκο και το παίρνεις.

Ευθύς ο Αλέξανδρος προστάζει και του φέρνουνε το άλογό του το Βουκεφάλα που φτερά δεν είχε και σαν πουλί πέταγε. Καβαλικεύει και ξεκινά. Περνά τα δυο βουνά, σκότωσε τον ακοίμητο δράκο και πήρε το γυαλί που χε το Αθάνατο Νερό. Μα έλα που όταν γύρισε στο παλάτι, δεν το φύλαξε καλά! Το βλέπει η Αδελφή του και χωρίς να ξέρει τι είναι, το χύνει. Και κατά τύχη χύθηκε πάνω σε μια αγριοκρεμμύδα και γι' αυτό από τότε οι αγριοκρεμμύδες δεν ξεραίνονται ποτέ. Μετά από ώρα πάει ο Αλέξανδρος να πιει το νερό, μα που 'ν' το; Ρωτά την Αδελφή του κι αυτή του λέει πως δεν ήξερε τι ήταν και το έχυσε! Τρελάθηκε από το θυμό και τη στεναχώρια του και την καταράστηκε να γίνει από τη μέση και κάτω ψάρι και να βασανίζεται. Ο Θεός τ' άκουσε και από τότε, όσοι γυρίζουνε με τα καράβια, τη βλέπουνε και παραδέρνεται μέσα στα κύματα. Ωστόσο τον Αλέξανδρο δεν τον μισεί κι όταν δει καράβι το αρπάζει από την πλώρη και ρωτάει:

- Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;

Κι αν ο καραβοκύρης δε ξέρει και απαντήσει:

- Απέθανε…

Τότε η κόρη από τη μεγάλη της λύπη ταράζει με τα χέρια και με τα ξέπλεκα ξανθά μαλλιά της τη θάλασσα και πνίγει το καράβι. Όσοι όμως ξέρουνε, απαντούν:

- Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει…

Και τότε η γοργόνα από τη χαρά της παύει τους ανέμους και τα κύματα και παίζει τη λύρα της και τραγουδάει γλυκά τραγούδια και απ' αυτή μαθαίνουν οι ναύτες τους καινούριους σκοπούς.

ü      Τα τηγανισμένα ψάρια

Τον καιρό που είχαν ζώσει την Πόλη οι τούρκοι, ένας καλόγερος ετηγάνιζε εφτά ψάρια στο τηγάνι. Τα είχε τηγανίσει από τη μια μεριά, κι ό,τι ήταν να τα γυρίσει από την άλλη, έρχεται ένας και του λέει πως πήραν οι τούρκοι την Πόλη. “Ποτέ δεν θα πατήσουν την Πόλη οι τούρκοι” λέγει ο καλόγερος. “Τότε θα το πιστέψω αυτό, αν αυτά τα ψάρια τα τηγανισμένα ζωντανέψουν!” Δεν απόσωσε στο λόγο, και τα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι ζωντανά κι πέσαν σ' ένα νερό εκεί κοντά. Και είναι ώς τα σήμερα τα ζωντανεμένα εκείνα ψάρια στο Μπαλουκλί, και θα βρίσκονται εκεί μισοτηγανισμένα και ζωντανά, ως να έρθει η ώρα να πάρομε την Πόλη. Τότε λεν πως θα 'ρθει ένας άλλος καλόγερος να τ' αποτηγανίσει.

ü      Το ψηλό λιθάρι

Τρεις ανδρειωμένοι ρίχνανε το λιθάρι στο Καμάρι. Λέει ο ένας στους αλλουνούς:

- Θέλτε να ρίξουμε το λιθάρι; Ελάτε να πετάξουμε το λιθάρι και να ιδούμε ποιος θα προσπεράσει τον άλλονε…

Εδεχτήκανε οι άλλοι αντρειωμένοι. Πιάνει ο πρώτος το Ψηλό Λιθάρι και το ρίχνει και με την πρώτη το πέταξε ως του Ζούγρα. Ο δεύτερος το πέταξε ως την Τσούκα και ο άλλος ως εκεί που είναι τώρα. Ηθέλανε να το πάνε ως την κορφή του Γέρου. Μα οι αντρειωμένοι αποστάσανε και δεν είχανε ανάκαρα να το ξαναρίξουνε. Κι έτσι τ' αφήκανε εκεί που ναι τώρα. Το Ψηλό Λιθάρι βρίσκεται βορινά από τα Τρίκαλα, δεξιά στο δρόμο καθώς πάμε από τα Τρίκαλα στην Καρυά. Είναι ένας βράχος θεόρατος, πάνου από είκοσι μέτρα ψηλός και καμία δεκαπενταριά μέτρα χοντρός και φαίνεται από τρεις ώρες μακριά. Από το καμάρι που το ‘ριχναν ως εκεί που βρίσκεται τώρα, είναι ωρών δρόμος.

Σημείωση: η παράδοση αυτή προέρχεται από την περιοχή Ξυλοκάστρου Κορινθίας και αναφέρεται σε πραγματικά τοπωνύμια και χωριά της περιοχής. Αποτελεί δε μια πολύ γλαφυρή εξήγηση για την ύπαρξη του συγκεκριμένου βράχου στην τοποθεσία που περιγράφεται.

ü      Ο Διγενής

Ο δυνατότερος από όλους τους σαραντάπηχους ήτονε ο Διγενής που τον έλεγαν έτσι γιατί έζησε δύο γενεές. Αυτός έριχνε τους μεγάλους βράχους μακριά, για παιχνίδι σαν κότσια και φαίνονται πολλοί απ’ αυτούς ως τα σήμερα. Κοντά στις καμάρες είναι η σέλα του Διγενή και αυτή είναι ένα αυλάκι στην κορφή του βουνού, που έγινε από το βάρος του που καβαλίκευε το βουνό και καθότανε. Και παρακάτω στη ράχη, είναι η πατιά του, ένα βαθούλωμα μεγάλο. Γιατί όντας εδιψούσε, επατούσε εκεί το ένα του πόδι και τα’ άλλο στ’ αντικρινό βουνό, κι έσκυβε κι έπινε νερό από το ποτάμι οπο’ ‘τρεχε κάτω από τα σκέλια του. Και με τα γένια του έφραζε το ποτάμι κι εξεχείλιζε και πλημμυρούσε τον κάμπο της Μεσσαράς. Όντας απέθανε ο Διγενής, τον έθαψαν σ’ ένα ψήλωμα κοντά στη Γέργερη. Αλλά το σώμα του ήταν πολύ μακρύ και δεν χωρούσε να το θάψουν στο άπλωμα εκεί απάνω, γι’ αυτό αναγκαστήκανε να το κόψουνε εφτά κομμάτια κι έτσι μπόρεσαν και το ‘χωσαν.

Σημείωση: η παράδοση αυτή προέρχεται από την περιοχή της Μεσσαράς στην Κρήτη και συνδυάζει το θρύλο του Διγενή Ακρίτα και την εξήγηση των γεωφυσικών ιδιαιτεροτήτων της περιοχής.