ü Ο Γιάννος και η Μάρω
Ο Γιάννος και η Μάρω, τα δυο αστέρια που φαίνονται στον ουρανό, ήσαν αρραβωνιασμένοι κι εχάλασε ο γάμος. Ο κουμπάρος, όσοι έπαιζαν τα όργανα και το συμπεθεριό όλο, έγιναν άστρα. Ο Γιάννος και η Μάρω όμως ανταμώνουν μια φορά μόνο το χρόνο. Και τότε ή ο Γιάννος βγαίνει τη μέρα και η Μάρω τη νύχτα, ή το ανάποδο. Έτσι ζουν πάντα χωρισμένα και κυνηγούν το ένα το άλλο.
ü Πότε ανοίγουν τα ουράνια
Ξημερώνοντας της Αγίας παρασκευής και της Αγίας Σωτήρας, δύο φορές ανοίγουνε τα ουράνια. Κι όποιος καθίσει, τα βλέπει πως διαμιάς ανοίγουνε και κλειούνε. Κι αν ζητήσει ότι θέλει, ο Θεός του το δίνει και το βρίσκει το πρωί στο προσκέφαλό του. Μια φορά ένας κάθισε όλη τη νύχτα και παραμόνευε και όταν είδε κι ανοίξανε τα ουράνια, εζήτησε χίλια φλουριά. Αλλά μόνο «χίλια» επρόφτασε να ειπεί, και τα ουράνια κλείσανε. Και το πρωί εξημερώθει με πολύ μεγάλα χείλια!
ü Η νυχτερίδα
Η νυχτερίδα ήταν ποντίκι και μια φορά εμπήκε στην Εκκλησία κι έφαγε ένα Αντίδωρο κι έβγαλε φτερά!
ü Το συμπεθερικό
Είχαν έρθει μια φορά, πάνε χρόνια και χρόνια, συμπέθεροι από το Στένωμα να πάρουν μια νύφη από το Καρπενήσι. Η νύφη ήταν ορφανή, θυγατέρα μιας φτωχής χήρας, αλλά διεστραμμένη κι αχάριστη. Εβρέθησαν σύμφωνοι με το γαμπρό και ανάγκασαν τη δυστυχισμένη τη μάνα της να τους δώσει ότι είχε και δεν είχε, προικιά. Πήραν όλα τα πράματα του σπιτιού, τα χαλκώματα και τη γίδα ακόμη. Έγιναν τα στεφανώματα την Κυριακή του Θωμά και ξεκίνησε το συμπεθερικό όλο, για το χωριό του γαμπρού, μπροστά ο γαμπρός κι η νύφη, καβάλα σε μουλάρια στολισμένα με λουλούδια και χρωματιστές κορδέλες, έπειτα οι συμπεθέροι με τάξη κατά την ηλικία τους, πρώτοι οι γεροντότεροι, από πίσω οι μικρότεροι, και ύστερα τα μουλάρια με τα προικιά, τα στρώματα, τα πιάτα, τα ποτήρια. Εκεί στο δρόμο, προτού ν’ αρχίσει ο μεγάλος ανήφορος, η άπονη νύφη θυμήθη πως είχαν αφήσει στης μάνας της μια κλώσα με τα κλωσόπουλα. Έστειλε λοιπόν κοπέλι να την πάρει και να τη φέρει. Η χήρα η μάνα της, σαν είδε πως ήθελαν να της πάρουν ως και την κλώσα, δεν εκρατήθει: «Πάρ’ την κλώσα» λέει με θυμό «και πάγαινέ τους τη». Και από τα βάθη της ψυχής της τους καταράστηκε: «Θε μου» είπε, «πέτρες και λιθάρια να γίνουν όλοι». Και έπιασε η κατάρα της και εμαρμάρωσαν όλοι, και φαίνονται ακόμι στο Βελούχι, ως μιάμιση ώρα μακριά από το Καρπενήσι, στο μέρος που το λεν Συμπεθερικό. Εκεί δείχνουν οι βράχοι όλο το συμπεθερικό κατά σειρά, καθώς ανέβαινε τον ανήφορο, γι’ αυτό και οι τελευταίοι είναι μικρότεροι, επειδή από πίσω επήγαιναν οι νεότεροι συμπεθέροι και τα παιδιά.
ü Η βάβω
Στο δρόμο που πάει στα Γιάννινα, μισή ώρα μακριά από την Άρτα, κοντά στα τρία χωριά, Παναγιάς, Μοράτι και Σταρόκα, είναι μια θέση που λέγεται Βάβω. Εκεί είναι ένα σωρό λιθάρια που μοιάζουν με γιδοπρόβατα, και στη μέση ένα μεγάλο που φαίνεται σα γυναίκα με την καρδάρα στο κεφάλι και με τη ρόκα και τ' αδράχτι της. Αυτή η γριά έβοσκε τα πρόβατά της σ' εκείνη τη θέση και όλον τον χειμώνα τον επέρασε καλά, χωρίς να πάθει καμία ζημιά. Και όταν ετελείωνε ο Μάρτης, εχόρευε κι έλεγε: «Στη μπομπή σου γέρο-Μάρτη, τα' βγαλα τ 'αρνιά κατσίκια!». Ο Μάρτης δυσαρεστήθηκε, και τις τρείς ημέρες που είχε ακόμη έκαμε τόσο δυνατό κρύο, που κοκάλωσε τη γριά και τα πρόβατά της και τα έκαμε λιθάρια, όπως βρίσκονται σήμερα. Γι ' αυτό τις τρεις ύστερες ημέρες του Μάρτη τις λένε Βάβες, δηλαδή γριές.
ü Ο καλόγιαννος
Βασιλιάς των πουλιών είν' ο Καλογιάννος, γιατί μια φορά εζητούσαν τα πουλιά βασιλιά, και ο θεός τους είπε να γίνει εκείνος που θα πετάξει ψηλότερα. Τα πουλιά δεν ήθελαν, γιατί ήξεραν πως θα γίνει ο αετός, μόνον ο Καλογιάννος επέμενε. Παραδέχτηκαν λοιπόν τα πουλιά. Πετάει ο αετός, και άμα επέρασε όλα τα πουλιά στο ύψος και έφτασε ώς εκεί που δεν ημπορούσε να πετάξει πλέον ψηλότερα, εφώναξε: “Ποιος μπορεί να πετάξει ψηλότερα από μένα;” Ο Καλογιάννος, που είχε κρυφτεί στην ράχη του αϊτού, ανατηνάχτη ολίγο και εφώναξε: “Εγώ!” Και έτσι έγινε βασιλιάς.
ü Η δεκοχτούρα
Μια δασκάλισσα έστειλε μια φορά ένα κορίτσι από το σκολειό να της αγοράσει μετάξι πράσινο, κι εκείνο ξέχασε και της έφερε από άλλο χρώμα. Την έστειλε πάλι, και πάλι το ίδιο. Θύμωσε η δασκάλισσα, και περνάει τη θηλιά της κλωστής στο λαιμό του κοριτσιού. Το κορίτσι τότε παρακάλεσε το θεό να την κάμει πουλί, και την έκαμε δεκοχτούρα. Γι’ αυτό όλο κλαίει και έχει στο λαιμό της μαύρη κορδέλα αυτή είναι η θηλιά.
ü Ο γκιώνης
Ήσαν μια φορά δύο αδέρφια, τσοπάνηδες. Εκεί που διάβαιναν τα πρώτα από ένα μέρος, μια κίσσα από πίσω, εβέλαξε σαν πρόβατο. «Σύρε βρε Αντώνη» λέει ο ένας αδερφός του άλλου, «να φέρεις το πρόβατο που έμεινε πίσω». «όχι, δεν ήταν πρόβατο» λέει ο άλλος. «Όχι, πρόβατο ήτανε!». «Όχι, κίσσα!». Ήρθαν στα λόγια και τράβηξε ο ένας αδερφός το μαχαίρι και έσφαξε τον Αντώνη. Εγύρισε ύστερα να πάρει το αρνί και δεν ήβρε τίποτε, αλλά τότε πέταξε η κίσσα από το κλαρί και κατάλαβε εκείνος τι κακό έκαμε. Άρχισε λοιπόν να μοιρολογά τον αδερφό του και παρακάλεσε το Θεό να τον κάμει πουλί, να μοιρολογά πάντα. Ο Θεός τον άκουσε και από τότε φωνάζει όλο «Αντώνη! Αντώνη!».