Στοιχειά, καλικάντζαροι, νεράιδες, λάμιες, φαντάσματα
ü Το στοιχειό της Γκούρας
Στο Γυμνοβούνι, κοντά στο χωριό Μάρκασι του δήμου Πελλήνης, είναι μία κρύα βρύση μ’ άφτονο νερό. Την λεν Γκούρα, που θα ειπεί αρβανίτικα κρύα. Αυτή η βρύση έχει τούτο το περίεργο, καθημέρα το δειλινό, την ίδια ώρα πάντα, το νερό της λιγοστεύει πολύ. Γιατί αυτή την ώρα το στοιχειό της βρύσης βάνει το πόδι του μπροστά στην τρύπα και φράζει το νερό.
ü Οι νεράιδες στ’ αλώνια
Στου Αϊ-Γιώργη στα αλώνια, το καλοκαίρι που αλωνίζουν τα γεννήματα, έρχοντι νεράιδες με διάφορα όργανα και χορεύουν. Πολλοί ακούν τα όργανα δεν βλέπουν τίποτες.
ü Οι καλικάντζαροι και η γυναίκα
Δυο γειτόνισσες εσυνφωνήσανε να σηκωθούν νύχτα και να ζυμώσουν. Το 'μαθαν οι κωλοβελόνηδες, και πριν τα μεσάνυχτα πήγαν στης μιανής απ 'αυτές, της χτύπησαν την πόρτα και της φώναξαν: "Γειτόνισσα, σήκω να ζημώσεις!" Ύστερα απο λίγη ώρα, της χτύπησαν πάλι και της είπαν να πάρει τα ψωμιά να πάνε στο φούρνο. Κατέβη αυτή με τα ψωμιά, την παίρνουν οι κωλοβελόνηδες, τραβούν πολύ δρόμο, και ύστερα στέκονται και της λένε: "Τώρα θα σε φάμε!" Εκείνη, για να γλιτώσει, τους λέει:"Σταθείτε να σας πω ένα παραμύθι, εφώναξε ο πρώτος αλόχτερας. "Μαύρος είσαι" λένε οι κωλοβελόνηδες, "και δε σε φοβόμαστε". Ύστερα από λίγο εφώναξε ο δεύτερος αλόχτερας. "Κόκκινος είσαι" του λένε, "και δε σε φοβόμαστε". Στα τελευταία, εφώναξε ο τελευταίος αλόχτερας. "Άσπρος είναι" λένε, "αντίστε να πηγαίνουμε". Και έφυγαν.
ü Η Λάμνια
Η λάμνια είναι μια γυναίκα ψηλή, με ωραίο κορμί γι’ αυτό, για να δείξουν πως μια είναι λυγερή και χαριτωμένη, λεν πως έχει το κορμί της λάμνιας ή πως περιπατεί σαν την λάμνια. Έχει όμως μια μεγάλη ασχημάδα, πως τα πόδια της δεν είναι δύο ανθρώπινα, παρά τρία ή και περισσότερα, και πολλώ λογιώ: το ένα χαλκωματένιο, το άλλο γαϊδουρινό, το άλλο βοϊδινό ή κατσικίσιο ή ανθρώπινο ή ότι άλλο. Πολλοί την έχουν δει που προβατούσε μέσα στο χωριό, ή που καθόταν σε ένα βράχο και έγνεφε με τη ρόκα της κοντά στην Πλικόβρυση. (Αράχοβα της Λιβαδειάς.)
ü Η Μόρα
Η Μόρα είναι μια λάμνα, πλούσια και πολύ δυνατή. Περιπατεί μόνο τη νύχτα, και καμιά φορά που απαντά στο δρόμο της ανθρώπους να κοιμούνται, κάθεται στα στήθια τους και τους πλακώνει. Και είναι τόσο βαριά, που εκείνος που τον πλακώνει μουγκρίζει σαν βόιδι. Αν όμως ο άνθρωπος δεν είναι βυθιασμένος στον ύπνο, και την ιδεί και της αρπάξει το φέσι της, τότε ό,τι και αν της γυρέψει, βιος και μάλι, θα του το δώσει, φτάνει μόνο να της δώσει πίσω εκείνο το φέσι της.