Ασθένειες, Μοίρες και Θάνατος
ü Η Αγία Παρασκευή και χολέρα
Τον καιρό που η χολέρα έκανε μεγάλη καταστροφή στο Μεσολόγγι (1854), μια νύχτα κατά τα μεσάνυχτα, ένας στρατιώτης που ήταν σκοπός έξω από το στρατώνα και τις φυλακές, κοντά στην πλατεία του Ηρώου, εφώναξε: «Στα όπλα!». Τρέχουν έξω οι στρατιώτες και βλέπουν τον σκοπό κατατρομαγμένο. Μόλις κατόρθωσε να τους ειπεί: «Δεν βλέπετε;» και είδαν εκείνοι δύο γυναίκες, τη μία ασπροφόρα και την άλλη γριά μαυροφορεμένη. Και κυνηγούσε η ασπροφόρα τη γριά και περνούσαν τρεχάτες μπρος στους στρατιώτες, ώσπου κατόρθωσε εκείνη να χτυπήσει τη γριά. Η γριά έπεσε σαν ξερή και η ασπροφόρα αφανίστη. Έτρεξαν εις το μέρος που έπεσε η γριά και δεν είδαν τίποτα. Την άλλη μέρα, που διαδόθη το πράμα, ενθυμήθηκαν οι γέροντες πως, εις αυτή τη θέση πο’ ‘πεσε η γριά, ήτανε ένα εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, που γκρεμίστηκε στην πολιορκία. Και κατάλαβαν πως η ασπροφόρα ήταν η Αγία Παρασκευή και πως η γριά ήταν η χολέρα και έριξαν λιθάρια σωρό εις εκείνο το μέρος. Από τότε εξαλείφθηκε η χολέρα από την πόλη. (Μεσολόγγι)
ü Οι μοίρες
Άμα γεννηθεί παιδί, θα περάσουνε τρεις μέρες και τότε θα έρθουνε οι μοίρες να το μοιράνουνε. Και σημάδι είναι τούτο, ότι η μύτη του καίγεται. Γιατί η μοίρα κάθεται στη μύτη του σαν μεγάλη μύγα, καυτερή και παρδαλή, με όλα τα χρώματα, άλλοτε το ένα χρώμα περισσότερο και άλλοτε το άλλο. Και παρατηρούνε οι γυναίκες, αν είναι πολύ καμένη η μύτη του παιδιού, τότε θα πει πως έχει να περάσει πολλά βάσανα και λύπες, αν είναι λίγο, λίγα. Και τα χρώματα δείχνουν τη μοίρα, αν είναι μεγαλύτερα τα κόκκινα ή τα άσπρα, πως θα περάσει περισσότερα καλά, και κακό πάλι είναι αν τα περισσότερα είναι μαύρα ή γεράνια. Είναι και πολύ καυτερή, και καίγει τη μύτη. Και αν καεί πολύ, έχει πολλά βάσανα το παιδί να τραβήξει, αν λίγο, λίγα. Για να περιποιηθούν τις μοίρες, οι πλούσιοι βάνουν κάτω απ’ το προσκέφαλο του παιδιού ασημένια ή χρυσά πράματα ή χρήματα, για αρματολοί άρματα και οι φτωχοί ο καθένας κατά τη δύναμή του, για να παρακινηθούν οι μοίρες να μοιράνουνε σύμφωνα με αυτά.
ü Το αθάνατο νερό
Το αθάνατο νερό έβγαινε ψηλά σε ένα βράχο κι έπεφτε χάμω, αλλά στον κατεβασμό εγινότανε αχνός. Αν έβανε κανείς αγγειό για να το πιάσει, το τρούπαγε. Μόνο στο νύχι αστεράτου αλόγου που δεν εκαλιγώθη επιανότανε, αλλά δεν ήταν δυνατόν να ευρεθεί νύχι αστεράτου και ακαλίγωτου αλόγου, ώστε κανείς δεν το 'πιε, και γι' αυτό ούλοι πεθαίνουμε. Το αθάνατο νερό ήταν ψηλά στα βουνά του Καλαβρύτου, όπου τώρα η θέση λέγεται Καταφύγια, γιατί εκεί εκαταφέγανε ούλοι, δίχως όμως να πετυχαίνουν και το σκοπό τους.
ü Του Χρονογράφου
Την πρώτη του Σεπτέμβρη, ο Χάρος γράφει εκείνους που θα πεθάνουν την ερχόμενη χρονιά, και για κείνο την ημέρα τούτη ο κόσμος τηνε λέει του χρονογράφου. Για να καταλάβουμε ποιόν θα γράψει ο χάρος κάνουνε τούτο. Το βράδυ που θα ξημερώσει του Σωτήρωνε, βάνουνε στα κεραμίδια, απάνω στο σπίτι, τόσα νέα καρύδια, που τα φτάνουνε από την καρυά με το χέρι τους, όσοι είναι και του σπιτιού γοι άνθρωποι, ονοματισμένα στη σειρά, του καθενού το καρύδι. Και ότινους το καρύδι βρεθεί το πρωί κούφιο εκείνος θα πεθάνει εκείνη τη χρονιά.