Ιστορικά, κλέφτικα, ακριτικά
1.
Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει.
Πιάνει καλέι τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους.
Να ‘ρθει ο Μηνάς κι ο Μαυραϊλής, να ‘ρθει κι ο γιός του Δράκου,
να ‘ρθεί κι ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι ο κόσμος.
Κι επήγαν και τον ήβρανε στον κάμπο ξαπλωμένο.
Βογκάει, τρέμουν τα βουνά, βογκάει, τρέμουν οι κάμποι.
Σαν τι να σ’ ήβρε Διγενή και θέλεις να πεθάνεις;
Φίλοι καλώς ορίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι,
συχάσατε, καθήσατε κι εγώ σας αφηγιέμαι.
Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,
που εκεί συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
παρά πενήντα κι εκατό και πάλι φόβον έχουν,
κι εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος,
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργιές κοντάρι.
Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι.
Και τόσα χρόνια που ‘ζησα δω στον απάνου κόσμο,
κανέναν δεν φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
Τώρα είδα έναν ξιπόλητο και λαμπροφορεμένο,
πο' ‘χει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια.
Με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια,
κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του.
Και επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια.
Κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.
2.
Κάπου πόλεμος γίνεται σ’ ανατολή και δύση,
και το ‘μαθε μια λυγερή και πάει να πολεμήσει.
Αντρίκια ντύθει, κι άλλαξε και παίρνει τα’ άρματα της,
Φίδια στρώνει το φάρο της και οχιές τον καλιγώνει,
Και τους αστρίτες τους κακούς τους βάνει φτερνιστήρια.
Φτερνιά δίνει του μαύρου της, πάει σαράντα μίλια,
Κι άλλη ματαδευτέρωσε, στον πόλεμο εμπήκε…
3.
Του Κίτσου η μάνα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμι,
Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,
πο’ ‘χουν οι κλέφτες συνοδό κι όλοι οι καπεταναίοι».
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν’ να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον παν’ από μπροστά και δύο χιλιάδες πίσω,
Και ολοξωπίσω πήγαινεν η δόλια η μανούλα του.
«Κίτσο μου, που είναι τα’ άρματα, που τα ‘χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;»
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις την λεβεντιά μου,
μόν’ κλαις τα ‘ρημα τα’ άρματα, τα ‘ρημα τα τσαπράζια;»
4.
Ο Όλυμπος και ο Κίσαβος, τα δύο βουνά μαλώνουν,
Το ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσαβος ρίχνει βροχή και ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τοτ’ ο Όλυμπος και λέγει του Κισάβου:
«Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, μπρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ ειμ’ ο γερό Όλυμπος, στον κόσμο ξακουσμένος.
Έχω σαρανταδυό κορφές και εξηνταδυό βρυσούλες,
Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη και ανοίγουν τα κλαδάκια,
Γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αετό, το χρυσοπλουμισμένο,
Πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
«Ήλιε μ’, δεν κρους τα’ αποταχύ, μον’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρα μου.»
5.
Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν’ τα’ αηδόνια,
Κρυφά το λέει ο ηγούμενος απ’ την Αγία Λαύρα:
«Παιδία, για μεταλάβετε, για ξομολογηθείτε
δεν είν’ ο περσινός καιρός και ο φετινός χειμώνας.
Μας ήρθε γη άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
Γιατί σηκωθεί πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους.
Να διώξουμε όλη την Τουρκιά ή να χαθούμε όλοι.»
6.
Ένα μικρό καράβι μαζώνει τα πανιά,
Ανοίγει παντιέρα και πόλεμο ζητά.
Ζητά τον Άγιον Τάφο και την Αγια Σοφιά,
Κι ακόμα θα ζητήσει τον πατριάρχη μας,
Όπου τον εκρεμάσαν για το ινάτι μας.
Καμπάνες θα χτυπήσουν παν’ στα καμπαναριά,
Να σκάσουν οι χοτζάδες απάνου στα τζαμιά.
Κι όσοι Χριστόν πιστεύουν και τον δοξάζουνε,
Τον τούρκο λογαριάζουν να τον μοιράζουνε.
7.
Παιδιά 'μ' σαν θέλτε λεβεντιά κι κλέφτες να γενείτε,
Εμένα να, μαύρα 'μ' παιδιά, εμένα να ρωτήσετε,
εμένα να ρωτήσετε πως τα περνούν οι κλέφτες.
Δώδεκα χρό, μαύρα μ' παιδιά, δώδεκα χρόνους έκανα,
δώδεκα χρόνους έκανα στους κλέφτες καπετάνιος
Ζεστό ψωμί, μαύρα μ' παιδιά, ζεστό ψωμί δεν έφαγα.
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα γλυκό κρασί δεν ήπια.
Σε στρώμα δεν, μαύρα μ' παιδιά σε στρώμα δεν κοιμήθηκα,
σε στρώμα δεν κοιμήθηκα ούτε σε μαξιλάρι
8.
Εσείς μωρέ παιδιά, κλεφτόπουλα,
παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ παιδιά καημένα,
παιδιά της Σαμαρίνας, κι ας είστε λερωμένα
Σαν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά
ψηλά στη Σαμαρίνα...
Τουφέκια να μωρέ μην ρίξετε
τραγούδια να μην πείτε...
Να μην τ’ ακούσει μωρέ η μάνα μου
κι η δόλια η αδελφή μου...
Και βγουν στη στράτα μωρέ να σας δουν
και ’ρθουν και σας ρωτήσουν...
Μην πείτε πως μωρέ λαβώθηκα
βαριά για να πεθάνω...
Να πείτε πως μωρέ παντρεύτηκα
πήρα καλή γυναίκα...
Την πέτρα έχω μωρέ πεθερά
τη μαύρη γης γυναίκα...
Κι αυτά τα μωρέ λιανολίθαρα
αδέρφια και ξαδέρφια...
9.
Σαράντα παλικάρια από τη Λε, από τη Λεβαδιά
πάνε για να πατήσουνε την Τροπό, μωρ’ την Τροπολιτσά.
Στο δρόμο που πηγαίνανε, γέροντα, μωρ’ γέροντα απαντούν.
Γεια σου, χαρά σου γέρο, καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά.
Πού πάτε παλικάρια, πού πάτε ορέ, πού πάτε ορέ παιδιά.
Πάμε για να πατήσουμε την Τροπ, μωρ’ την Τροπολιτσά.
Έλα και συ ρε γέρο, να πάμε για, να πάμε για κλεψιά.
Δεν ημπορώ παιδιά μου, γιατί ’μαι γέ, γιατί ’μαι γέροντας.
Περάστε από τη στάνη κι από τα πρό, κι από τα πρόβατα
και πάρτε τον υιό μου τον πιο μικρό, τον πιο μικρότερο.
Που ’χει λαγού ποδάρια και πέρδικας, και πέρδικας φτερά
και ξέρ’ τα μονοπάτια απ’ όλους πιο, απ’ όλους πιο καλά
10.
Τα ακούσατε τι γίνηκε στα Γιάννενα, στη λίμνη,
Που πνίξανε τις δεκαφτά με την κυρά-Φροσύνη;
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
Τι κακό ‘παθες, καημένη!
Άλλη καμιά δεν το ‘βαλε το λιαχουρί φουστάνι,
Πρώτ’ η Φροσύνη το ‘βαλε και βγήκε στο σεργιάνι.
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
Και στον κόσμο ξακουσμένη!
Δε σ’ το ‘λεγα, Φροσύνη μου, κρύψε το δακτυλίδι,
Γιατί αν το μάθει ο Αλί-Πασάς, θενά να σε φάει φίδι;
Αχ, Φροσύνη μου καημένη,
Τι πολύ κακό θα γένει!
«Αν είστε Τούρκοι αφήστε με, χίλια φλοριά σας δίνω,
σύρτε με στο Μουχτάρ Πασά, δυο λόγια να του κρίνω.»
Αχ, Φροσύνη μου καημένη,
Τι κακό πολύ θα γένει!
«Πασά μου, που είσαι, πρόβαλε, τρέξε να με γλιτώσεις,
μέρωσε τον Αλί Πασά, και δώσε ότι να δώσεις.»
Αχ, Φροσύνη πέρδικά μου,
Τι κακό ‘παθες, κυρά μου!
Εις τον βεζίρη τα φλωριά, τα δάκρυα δεν περνάνε,
Και σένα μ’ άλλες δεκαφτά τα ψάρια θα σας φάνε.
Αχ, Φροσύνη πέρδικά μου,
Μο’ ‘καψες τα σωθικά μου!
Να ‘ταν οι πέτρες ζάχαρη, να ρίχνατε στη λίμνη,
Για να γλυκάνει το νερό για την κυρά Φροσύνη.
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
Μες τη λίμνη ξαπλωμένη!
Φύσα, βοριά, φύσα, Θρακιά, για ν’ αγριέψει η λίμνη,
Να βγάλει τες αρχόντισσες και την κυρά Φροσύνη.
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
Μες την λίμνη ξαπλωμένη!
Φροσυν’ σε κλαίει το σπίτι σου, σε κλαίνε τα παιδιά σου,
Σε κλαιν’ όλα τα Γιάννενα, κλαίνε την ομορφιά σου.
Αχ, Φροσύνη πέρδικά μου,
Μο’ ‘κάψες τα σωθικά μου!