Παραλογές

1.

Σαρανταδυό αρχοντόπουλα μια κόρην αγαπούσαν,

κόρη πανώρια κι όμορφή και στα φλωριά χωσμένη.

Κι όλοι νεκαλεστήκανε μια μέρα για να πάνε.

Γεμίζου οι στάβλοι άλογα, τα παραθύρια σέλες,

και τα πορτοπαράθυρα σκάλες και χαλινάρια.

Στρώνει την τάβλα να γευτούν πολλώ λογιώ τραπέζι.

Τρώτε και πίτετε άρχοντες κι εγώ σας ‘φηγούμαι.

Μέσα στο περιβόλι μου, στη μέση της αυλής μου,

μάρμαρον έχει ο αφέντης μου, δοκίμιν της αγάπης,

κι όποιος βρεθεί και πιάσει το, κι οπίσω του το ρίξει,

εκείνος είναι ο άντρας μου κι εγώ ‘μια η ποθητή του.

Κι ούλοι μονοσυνάγουνται, κι ούλοι το δοκιμάζουν,

κι ένας το παίρνει δάχτυλο, κι άλλος μούτε καθόλου,

και της Μαριάς ο ψυχογιός, τ' άξιο το παλικάρι,

μονοχεριάρι το ‘πιασε κι οπίσω του το ρίχνει.

Εγώ ‘μια κόρη ο άντρας σου και συ ‘σαι η ποθητή μου.

2.

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες

γιοφύριν εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.

Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.

Μοιρολογούν οι μάστοροι και κλαιν’ οι μαθητάδες:

«Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στίς δούλεψές μας,

ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκεμιέται».

Πουλάκι εδιάβη κι έκατσεν αντίκρυ στο ποτάμι

δεν εκελάηδει σαν πουλί, μηδέ σα χιλιδόνι,

παρά εκελάηδει κι έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα:

«Ά’ δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει.

Και του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,

πο’ ’ρχεται αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα».

Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.

Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ’ αηδόνι,

αργά να πάει και να διαβεί της ’Άρτας το γιοφύρι.

Και το πουλί παράκουσε, κι αλλιώς επήγ κι είπε:

«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,

γοργά να πας και να διαβείς της ’Άρτας το γιοφύρι».

Να τηνε κι εξανάφανεν από την άσπρη στράτα.

Την είδ’ ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.

Από μακριά τούς χαιρετά κι από κοντά τούς λέει:

«Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,

μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος

«Μάστορα, μην πικραίνεσαι, κι εγώ να πα’ σ’ το φέρω,

εγώ να μπω κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι να ’βρω».

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέσ’ επήγε:

«Τράβα, καλέ μ’, τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,

’τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».

‘Ένας πιχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,

παίρνει κι ο πρωτομάστορας και πίχνει μέγα λίθο.

«Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!

Τρεις αδερφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες.

Η μια ’χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον ’Αφράτη,

κι εγώ η πλιό στερνότερη της ’Άρτας το γιοφύρι.

‘Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,

κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες»

«Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,

πο’ ’χεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει».

Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει:

«Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά ,να τρέμει το γιοφύρι,

κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,

’τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει».

3.

Φεγγάρι μου, που ’σαι ψηλά και χαμηλά λογιάζεις,

πουλάκια, πού είστε στα κλαριά και στις κοντοραχούλες,

και σεις περιβολάκια μου, με το πολύ το άνθι,

μην είδατε τον αρνητή, τον ψεύτη της αγάπης,

Οπού μ’ εφίλειε κι όμωνε, ποτέ δε μ’ απαρνιέται,

και τώρα μ’ απαράτησε σαν καλαμιά στον κάμπος:

Σπείρουν, θερίζουν τον καρπό κι η καλαμιά απομένει,

βάνουν φωτιά στην καλαμιά κι απομαυρίζει ο κάμπος:

έτσι ’ναι κι η καρδούλα μου μαύρη, σκοτεινιασμένη.

Θέλω να τον καταραστώ και τον πονεί η ψυχή μου,

μα πάλι ας τον καταραστώ κι ό,τι του μέλλει ας πάθει.

Σε κυπαρίσσι ν’ ανέβει να μάσει τον καρπό του,

το κυπαρίσσι να ειν’ ψηλό, να λυγιστεί να πέσει.

Από ψηλά να γκρεμιστεί και χαμηλά να πέσει,

σαν το γυαλί να ραγιστεί, σαν το κερί να λιώσει,

να πέσει εις τούρκικα σπαθιά, εις φράγκικα μαχαίρια.

Πέντε γιατροί να τον κρατούν και δέκα μαθητάδες,

και δεκοχτώ γραμματικοί τα πάθη του να γράφουν,

Κι εγώ διαβάτρα να γενώ και να τούς χαιρετήσω:

«Καλώς τα κάνετε, γιατροί, καλώς τα πολεμάτε.

Αν κόβουν τα ψαλίδια σας, κορμί μη λυπηθείτε!

’Έχω κι εγώ λινό πανί σαρανταπέντε πήχες,

όλο μουρτάρια και ξαντά στου δίγνωμου τη σάρκα

κι α’ δε σας φτάσουνε κι αυτά, κόβω και την ποδιά μου,

πουλώ και τα μεταξωτά τα ’ρημοσκότεινά μου,

κι αν θέλει γιάμα γιατρικό, πάρτε οχ’ την καρδιά μου».

4.

Μια κόρη πικροτραγουδάει σε κρουσταλλένιον πύργο

κι αγέρας πήρε τη φωνή, κι άνεμος το τραγούδι

και σέρνει το και πάει το ανάμεσα πελάγου.

Κι όσα καράβια τ’ άκουσαν, όλ’ άραξαν και δένουν,

κι ένα καράβι τής φιλιάς, φρεγάδα της αγάπης,

ουδέ μαζώνει τα πανιά, ούτε κι ομπρός τραβάει.

Κι ο καπετάνιος φώναξεν οπίσω από την πρύμη:

«Αφήστε ναύτες τα πανιά, ναύκληρε το τιμόνι,

ν’ακούσουμε του κορασιού πως γλυκοτραγουδάει,

το τι τραγουδάει, το τι σκοπό το σέρνει.

Κοράσιο, για τραγούδησε, κοράσιο, ξαναπέ το».

«Σύρετε, ναύτες, στο καλό και στην καλή την ώρα,

’τι εγώ δεν ετραγούδησα για μπάρκες, για καράβια

παρακαλώ τα κύματα, με τον αγέρα κρένω

και στέλνω χαιρετίσματα στον κλέφτη τής αγάπης».

5.

Κόρη ξανθή τραγουδάει στης Τρίχας το Γεφύρι.

Ψιλά τραγούδα νέλεγε και παραπονεμένα,

Κι απί το χλιβερό σκοπό, το χλιβερό τραγούδι,

και το γεφύρι εράγισε και το ποτάμι στάθη,

και το στοιχειό του ποταμού στην ακριάν επετάχτη.

Κι ένας διαβάτης φώναξε ’πό πέρα από τη ράχη:

«’Άλλαξε, κόρη, τον ηχό και πες άλλο τραγούδι,

για νά κινήσει ο ποταμός, νά σμίξει το γεφύρι,

και το στοιχειό του ποταμού στον τόπο του νά πάει».

«Το πώς ν’ αλλάξω τον ηχό, νά πάψω το τραγούδι,

’τι γαρ τραγούδι το είπα εγώ, για μοιρολόγι το είπα,

γιατί έχω πόνο στην καρδιά, που γιατρεμό δεν έχει.

Μάνα και κύρην έχασα κι εννιά αδερφούς στρατιώτες.

Έχω και τον πολυαγαπώ άρρωστο στο κρεβάτι,

Κι αρρωστικό μου γύρεψε το τι δεν ην’ στον κόσμο.

Μου γύρεψε λαγού τυρίκι απ’ αγριογίδα γάλα,

Κι ώστε νά πάου στ’ αγρία βουνά, νά κατεβώ στους κάμπους

να κυνηγήσω το λαγό, νά πιάσω τ’ αγριογίδι,

να στήσω μαρμαρόμαντρο και να τυροκομήσω,

πολλαγαπώ παντρεύηκε κι άλλη γυναίκα πήρε.

Πήρε την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα».