Της ξενιτιάς
1.
Τώρα είναι Μάης κι άνοιξη, τώρα είναι καλοκαίρι,
τώρα φουντώνουν τα κλαδιά κι ανθίζουν τα λουλούδια.
Τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάγει.
Νύχτα σελώνει τα’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει,
φκιάνει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια,
βάνει τα φτερνιστήρια του ζώνει και το σπαθί του.
Κι η κόρη οπού τον αγαπά, κρατεί κερί και φέγγει.
Με το ‘να χέρι το κερί, με τ' άλλο το ποτήρι.
Κι όσα ποτήρια τον κερνάει, τόσες βολές του λέγει:
Πάρε μ’ αφέντη πάρε με, πάρε κι εμέ κοντά σου,
να μαγειρεύω να δειπνάς, να στρώνω να κοιμάσαι,
να γένω γης να με πατάς, γιοφύρι να διαβαίνεις,
να γένω κι ασημόκουπα να πίνεις το κρασί σου.
Εσύ να πίνεις το κρασί κι εγώ να λάμπω μέσα.
Κει που πηγαίνω λυγερή, γυναίκες δε διαβαίνουν.
Εκεί ‘ναι λύκοι στα βουνά και κλέφτες στα δερβένια
και σένα παίρνουν κόρη μου και μένα με σκλαβώνουν.
2.
Μαύρα μου χελιδόνια απ’ την έρημο
κι άσπρα μου περιστέρια της ακρογιαλιάς,
αυτού ψηλά που πάτε κατ΄ τον τόπο μου,
μηλιά ‘χω στην αυλή μου και κονέψετε
και πείτε της καλής μου, της γυναίκας μου:
Θέλει καλόγρια ας γίνει, θέλει ας παντρευτεί,
θέλει τα ρούχα ας βάψει, μαύρα να ντυθεί,
να μην με παντυχαίνει, μη με καρτερεί.
Τι εμένα με παντρέψαν δω στην Αρμενιά
και πήρα Αρμενοπούλα, μάγισσας παιδί,
οπού μαγεύει τ' άστρι και τον ουρανό.
Μαγεύει τα πουλάκια και δεν απετούν,
μαγεύει τα ποτάμια και δεν τρέχουνε,
τη θάλασσα μαγεύει και δεν κυματεί,
μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν,
μαγεύει με κι εμένα και δεν έρχομαι.
Όντας κινάω για να ‘ρθω, χιόνια και βροχές,
κι όντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά.
Σελώνω τ' άλογό μου, ξεσελώνεται,
ζώνομαι το σπαθί μου και ξεζώνεται,
πιάνω γραφή να γράψω και ξεγράφεται.
3.
Την ξενιτιά, την ορφανιά, την πίκρα, την αγάπη,
τα τέσσερα τα ζύγισαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα.
Ο ξένος εις την ξενιτιά πρέπει να βάνει μαύρα
για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς τη λαύρα.