Μοιρολόγια
1.
Δε σο’ ‘μοιαζε λεβέντη μου, στη μαύρη γης για να ‘μπεις,
μον’ σο’ ‘μοιαζε να κάθεσαι σ’ ένα ‘μορφο τραπέζι,
να τραγουδείς να χαίρεσαι, να σε κερνούν να πίνεις.
‘Αγουρ’ άγουρε δροσερέ, κρουσταλοβραχιονάτε,
χρυσά ήταν τα καλίγια σου κι αργυρά τα σφυριά σου,
και το σφυρί που σφύριζε με το μαργαριτάρι.
Νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα το καλιγώνει,
νύχτα περνάει το Ρουφιά (Αλφειός), το φοβερό ποτάμι.
Πάει να πάρει το φιλί, πρου βρέξει, πρου χιονίσει.
2.
Δε σο’ ‘πρεπε, δε σο’ ‘μοιαζε στη γη κρεβατοστρώση,
μον' σο’ ‘πρεπε, μον’ σο’ ‘μοιαζε του Μάη το περιβόλι,
ανάμεσα σε δυο μηλιές, σε τρεις νεραντζοπούλες,
να πέφτουν τ' άνθ’ απάνου σου, τα μήλα στην ποδιά σου,
τα κρεμεζογαρούφαλα τριγύρω στο λαιμό σου.
3.
Οποιά ‘χασε τον άντρα της, έχασε την τιμή της,
κι οποιά ‘χασε τη μάνα της, έχασε την κουβέντα,
κι οποιά ‘χασε την αδερφή, έχασε το σεργιάνι,
κι οποιά ‘χασε μικρά παιδιά, έχασε την καρδιά της.
4.
Μες στα ‘μπα του καλοκαιριού και στα ‘βγα του χειμώνα,
τήρα καιρό που διάλεξε να πάρει να μισέψει!
Παιδί μου, δεν απόμενες, δεν άφηνες αγάλια,
όσο ν’ ανθίσουν τα βουνά, να πρασινίσου οι κάμποι,
ν’ ανοίξουν τα γαρούφαλα, να γίνουν τα λουλούδια,
να φορτωθείς, να στολιστείς, να πας στον Κάτου Κόσμο,
να βάλου οι νιοί στα φέσια τους κι οι νιές στις τραχηλιές τους,
και τα μικρά στα χέρια τους, να λησμονούν τη μάνα.
5.
Κάτου στα Τάρταρα της γης, τα κρυοπαγωμένα,
μοιρολογούν οι λυγερές και κλαιν τα παλικάρια:
Τάχα να στέκει ο ουρανός, να στέκει ο Απάνου Κόσμος,
να στέκουν τα χοροστασιά, σαν που ήτανε και πάντα,
να λειτουργιώνται οι εκκλησιές, να ψέλνουν οι παπάδες;
6.
Τώρα στον αποχωρισμό τρεις ποταμούς διαβαίνω:
Ο ένας χωρίζει αντρόγενα, κι ο άλλος χωρίζει αδέρφια,
κι ο τρίτος ο φαρμακερός τη μάνα απ’ τα παιδιά της.