Ορισμοί
Δικτύων
(Ελπίζουμε η βιβλιοθήκη μας να εμπλουτίζεται συνεχώς με νέα στοιχεία, και
μετά την ολοκλήρωση του Προγράμματός μας!)
Ελληνικά:
Αρχιτεκτονική NetWare: Αναπτύχθηκε από την Novel Corporation στο τέλος της δεκαετίας του 1980. Σχεδιάστηκε με σκοπό να αντικαταστήσει τα μεγάλα συστήματα κατανεμημένης επεξεργασίας των οργανισμών με δίκτυα ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Αρχιτεκτονική SNA (System Network Architecture): Αναπτύχθηκε από την IBM, με σκοπό να εξυπηρετήσει την επικοινωνία μεταξύ υπολογιστών — σταθμών εξυπηρέτησης και υπολογιστών —τερματικών, σύμφωνα με το σχήμα πελάτη – εξυπηρετητή
Ασυγχρόνιστη μετάδοση: Τεχνική μετάδοσης δεδομένων που βασίζεται στην ανταλλαγή χαρακτήρων ανάμεσα σε δύο συσκευές οι οποίες δεν έχουν κάποιο ρολόι που ώστε να συγχρονίζεται η μετάδοση των δεδομένων. Πριν από την εκπομπή κάθε χαρακτήρα αποστέλλεται ένα δυαδικό ψηφίο έναρξης, ενώ το τέλος της εκπομπής του χαρακτήρα οριοθετείτε από την αποστολή ενός ή περισσότερων δυαδικών ψηφίων τερματισμού.
Ασυγχρόνιστος Τρόπος Μεταφοράς ATM (Asynchronous Transfer Mode): Δίκτυα μεταφοράς με τα οποία πληροφορίες οποιασδήποτε μορφής τεμαχίζονται σε πακέτα των 53 δυαδικών ψηφίων, τα οποία συνιστούν διαδικτυακές ροές δεδομένων υψηλών ρυθμών.
Ασύρματη επικοινωνία (Wireless Communication): Είναι η επικοινωνία που χρησιμοποιεί ως μέσο μετάδοσης τη γήινη ατμόσφαιρα ή το διάστημα.
Ασύρματο τοπικά δίκτυα: Τοπικά δίκτυα υπολογιστών που χρησιμοποιούν ραδιοκύματα, υπέρυθρες ακτίνες ή μικροκύματα για τη μετάδοση των δεδομένων.
Αυτόματη απάντηση (automatic answering): Τεχνική με την οποία ο καλούμενος τερματικός εξοπλισμός μετάδοσης απαντά αυτόματα στο σήμα κλήσης.
Αυτόματη κλήση (auto calling): Τεχνική με την οποία τα σήματα διαλογής εισάγονται υπό μορφή ακολουθίας δυαδικών ψηφίων από τη συσκευή που καλεί.
Γέφυρα (bridge): Δικτυακή συσκευή που είναι επιφορτισμένη με τη διασύνδεση τοπικών δικτύων.
Διαμόρφωση (modulation): Τεχνική κατά την οποία ορισμένα χαρακτηριστικά ενός σήματος μετασχηματίζονται σύμφωνα με ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά του φέροντος σήματος (συχνότητα, φάση, πλάτος), με σκοπό τη μετάδοση του αρχικού σήματος. Διακρίνεται σε διαμόρφωση συχνότητας (ΕΜΕ), διαμόρφωση πλάτους (ΑΜ) και διαμόρφωση φάσης (ΡΕ).
Διασύνδεση: Η σύνδεση δύο διατάξεων που εκτελούν διαφορετικές λειτουργίες.
Διασύνδεση Ανοικτών Συστημάτων OSI (Operating System Interconnection): Πρότυπο αναφοράς διασύνδεσης ανοικτών συστημάτων.
Διατάξεις διασύνδεσης: Οι μονάδες υλικού που εξασφαλίζουν τη σύνδεση και τη μεταφορά των πληροφοριών μεταξύ των κόμβων του δικτύου
Δίκτυα δεδομένων (data networks): Δίκτυο επικοινωνίας κατασκευασμένο γιο τη μετάδοση δεδομένων ψηφιακής μορφής, χωρίς αλλοίωση της αρχικής πληροφορίας.
Δίκτυο δεδομένων πολλαπλών συνδέσεων (multipoint): Δίκτυο σε κόμβους του οποίου είναι δυνατή η σταθερή σύνδεση με περισσότερα από δύο κυκλώματα.
Δυαδική ισοτιμία: Μηχανισμός ελέγχου της ορθότητας μετάδοσης δεδομένων, ευρύτατα διαδεδομένος λόγω της απλότητάς του και της ευκολίας υλοποίησής του.
Διεπαφή (Interface): Είναι το σημείο στο οποίο το κάθε επίπεδο προσφέρει πρωτογενείς λειτουργίες και υπηρεσίες στο ακριβώς ανώτερό του.
Διεύθυνση ΙΡ (IP Address): Η μοναδική διεύθυνση για κάθε υπολογιστή που συνδέεται στο Διαδίκτυο.
Διεύθυνση Ηλεκτρονικού Ταχυδρομείου (e-mail Address): Η διεύθυνση που διατίθεται από έναν οργανισμό παροχής υπηρεσιών Ηλεκτρονικού Ταχυδρομείου σε έναν χρήστη και από την οποία παραλαμβάνει/στέλνει ηλεκτρονικά μηνύματα
Δίκτυο ανταγωνισμού (contention): Δίκτυο εκπομπής στο οποίο η πρόσβαση από τους σταθμούς που συνδέονται στο δίκτυο γίνεται τυχαία.
Δίκτυο δακτυλίου (round robin): Δίκτυο σημείου προς σημείο στο οποίο οι σταθμοί έχουν δικαίωμα να μεταδώσουν με τη σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, μία φορά σε κάθε γύρο.
Δίκτυο δέσμευσης ή κράτησης θέσης (reservation): Δίκτυο που χρησιμοποιεί την τεχνική της πολυπλεξίας για τη μετάδοση των δεδομένων.
Δίκτυα ευρείας περιοχής (WAN: Wide Area Networks): Δίκτυα που καλύπτουν μια πολύ μεγάλη (ακόμα και ολόκληρο τον πλανήτη) γεωγραφικά περιοχή.
Δίκτυο εκπομπής (Broadcasting
Network): Στα δίκτυα εκπομπής δεν υπάρχουν ενδιάμεσοι κόμβοι που προωθούν
την πληροφορία στον προορισμό της, αλλά υπάρχει ένα κοινό μέσο μετάδοσης,
το οποίο μοιράζονται όλοι οι σταθμοί που συνδέονται με
το δίκτυο.
Δίκτυο μεταγωγής μηνύματος (Message Switched Network): Δίκτυο σημείου προς σημείο, το οποίο εφαρμόζει Τεχνική σύμφωνα με την οποία ο πομπός οργανώνει την πληροφορία που θέλει να στείλει στο δέκτη σε ένα μήνυμα, που περιέχει τη διεύθυνση του παραλήπτη, και την προωθεί από κόμβο σε κόμβο.
Δίκτυο μεταγωγής νοητού κυκλώματος (Virtual Circuit Switching Network): Δίκτυο σημείου προς σημείο, στο οποίο δημιουργείται ένα νοητό κύκλωμα μεταξύ των δύο κόμβων που επιθυμούν να επικοινωνήσουν και τα πακέτα στέλνονται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, ακολουθώντας όμως την ίδια πάντα διαδρομή.
Δίκτυο μεταγωγής κυκλώματος (Circuit Switching Network): Η μετάδοση δεδομένων είναι εφικτή μόνο μετά την εγκατάσταση μιας φυσικής ζεύξης — κυκλώματος μεταξύ δύο κόμβων του δικτύου.
Δίκτυο μεταγωγής πακέτων (Packet Switching Network): Δίκτυο σημείου προς σημείο, στο οποίο εφαρμόζονται τεχνολογίες αποθήκευσης και προώθησης των πακέτων από κόμβο σε κόμβο μέχρι να φτάσουν στον τελικό προορισμό τους.
Δίκτυο μεταγωγής πακέτων με νοητά κυκλώματα (Virtual Circuit Package Switched Network): Δίκτυο στο οποίο οι μεταγωγείς του δικτύου δρομολογούντα πακέτα μιας ροής δεδομένων από τον ίδιο πάντα σύνδεσμο.
Δίκτυο Ευρείας Περιοχής: Δίκτυο επικοινωνίας δεδομένων το οποίο εξυπηρετεί χρήστες που βρίσκονται σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους.
Δίκτυο κορμού (backbone): Το μέρος του δικτύου το οποίο λειτουργεί ως το βασικό μονοπάτι για τη μετάδοση των δεδομένων. Στις Περισσότερες περιπτώσει λειτουργεί ως πηγή ή προορισμός για άλλα δίκτυα.
Δρομολογητής (router): Δικτυακή συσκευή που καθορίζει το επόμενο σημείο του δικτύου (κόμβο) στο οποίο Θα πρέπει να προωθηθεί ένα πακέτο.
Ενθυλάκωση (Encapsulation): Είναι η προσθήκη διάφορων πληροφοριών ελέγχου στις PDUs.
Ενθυλάκωση (recapsulation): Η προσθήκη πληροφορίας ελέγχου σε δεδομένα που έχουν σταλεί από το χρήση ενός πρωτοκόλλου.
Ενιαία Θέση πόρου (URL: Uniform Resource Locator): Η Διαδικτυακή διεύθυνση ενός ηλεκτρονικού τόπου, που αποκαλύπτει το όνομα του υπολογιστή εξυπηρέτησης
ΕΔΕΤ (Εθνικό Δίκτυο Έρευνας και Τεχνολογίας): Το δίκτυο κορμού για τα ελληνικά πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα.
Καθυστέρηση μεταφοράς: Το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να μεταφερθεί ένα δυαδικό ψηφία από ένα άκρο του δικτύου σε ένα άλλο.
Καταιγιστική Κίνηση (bursty traffic): Σύντομες αλλά πολύ μεγάλου όγκου μεταφορές δεδομένων.
Κατάτμηση (segmentation ή fragmentation): Ο τεμαχισμός των δεδομένων σε μικρότερες ομάδες.
Κόμβος επικοινωνίας (Communication Node): Διάταξη υπεύθυνη για τη σύνδεση δύο, ή περισσοτέρων γραμμών μετάδοσης.
Κυκλικός Κώδικας πλεονασμού (CRC: Cyclic Redundancy Code): Κώδικας ανίχνευσης σφαλμάτων κατά τη μετάδοση πληροφοριών. Χρησιμοποιείται σε πολλά πρωτόκολλα επικοινωνίας τοπικών δικτύων.
Κωδικοποιημένα Αρχεία Κειμένου(ASCII files): Αρχεία κειμένου όπου ο κάθε χαρακτήρας παριστάνεται με κάποιον αριθμό από 0 έως 255.
Λειτουργικό σύστημα δικτύου (NOS: Network Operating System): Λειτουργικό σύστημα εξοπλισμένο με σύνολο προγραμμάτων και διεργασιών που καθιστούν τον κόμβο ικανό να λειτουργήσει σε περιβάλλον δικτύου.
Λογισμικό δικτύου: Είναι το σύνολο των προγραμμάτων που εξασφαλίζουν τη σύνδεση.
Λογισμικό εφαρμογών δικτύου: Είναι τα προγράμματα εφαρμογών που εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες τις οποίες προσφέρει ένα δίκτυο υπολογιστών.
Μεταγωγή πλαισίου (FR: Frame Relay): Τεχνική που εξυπηρετεί τις ανάγκες της γρήγορης και αξιόπιστης μεταφοράς δεδομένων, κυρίως κατά τη διασύνδεση και επικοινωνία μεταξύ τοπικών δικτύων με δίκτυα ευρείας περιοχής ή μεταξύ τοπικών δικτύων.
Μεταγωγός (switch): Δικτυακή συσκευή που είναι επιφορτισμένη με την προώθηση πλαισίων δεδομένων σε ένα δίκτυο.
Μεταφορά (download): Η μεταφορά προγραμμάτων ή δεδομένων από έναν υπολογιστή σε μια συνδεδεμένη συσκευή, συνήθως από έναν υπολογιστή εξυπηρέτησης σε έναν προσωπικό υπολογιστή.
Μητροπολιτικό δίκτυα (MAN: Metropolitan Area Network): Δίκτυα που καλύπτουν μια ευρύτερη γεωγραφικά περιοχή.
Μοντέλο αναφοράς OSI: Μοντέλο αναφοράς διασύνδεσης ανοικτών συστημάτων.
Μοντέλο αναφοράς TCP/IP (Trasmition Control Protocol / Internet Protocol): Μοντέλο αναφοράς πρωτοκόλλου ελέγχου μετάδοσης / Πρωτόκολλο Διαδικτύου.
Ομοαξονικό καλώδιο: Μέσο μετάδοσης πληροφοριών που αποτελείται από έναν κεντρικό αγωγό και ένα εξωτερικό ομόκεντρο πλέγμα - αγωγό.
Ομοαξονικό καλώδιο εκπομπής βασικής ζώνης (baseband coax): Ομοαξονικό καλώδιο που χρησιμοποιείται σε επικοινωνιακούς διαύλους για μετάδοση με εκπομπή βασικής ζώνης. Η μετάδοση των σημάτων γίνεται χωρίς διαμόρφωση.
Ομοαξονικό καλώδιο εκπομπής ευρείας ζώνης (broadband coax): Ομοαξονικό καλώδιο που χρησιμοποιείται σε επικοινωνιακούς διαύλους για μετάδοση με εκπομπή ευρείας ζώνης.
Τηλεπικοινωνιακά Δίκτυα (Telecommunication Networks): Συστήματα που επιτρέπουν στους χρήστες τους να μεταβιβάζουν ή να ανταλλάσσουν πληροφορίες, ενώ βρίσκονται σε απόσταση.
Τοπικά δίκτυα (LAN: Local Area Networks): Δίκτυα που καλύπτουν μια μικρή γεωγραφικά περιοχή.
Τοπικό δίκτυο: Ένα δίκτυο υψηλής ταχύτητας και χαμηλής πιθανότητας λαθών το οποίο εκτείνεται γεωμετρικά σε σχετικά μικρές περιοχές.
Τοπολογία δικτύου: Η φυσική διάταξη των καλωδίων που συνδέουν τους κόμβους του δικτύου.
Υπηρεσία Προσομοίωσης Τερματικού (Telnet): Υπηρεσία που επιτρέπει την μετατροπή ενός υπολογιστή σε υπολογιστή-πελάτη, έτσι ώστε να μπορεί να έχει πρόσβαση σε ένα σταθμό εξυπηρέτησης προσομοίωσης τερματικού. Επιτυγχάνεται δηλαδή η μετατροπή ενός υπολογιστή σε τερματικό του υπολογιστή με τον οποίο συνδέεται.
Υποδίκτυο επικοινωνίας: Τα μέσα μετάδοσης και οι κόμβοι ενός δικτύου επικοινωνίας.
Φυσικό επίπεδο (Physical Layer): Αποτελεί το Πρώτο επίπεδο του μοντέλου αναφοράς OSI και έχει ως έργο τη μετάδοση των δυαδικών ψηφίων σε ένα κανάλι επικοινωνίας.
Φυσικό μέσο μετάδοσης ή σύνδεσμος: Είναι το μέσο από το οποίο θα περάσουν τα δεδομένα υπό μορφή σημάτων επικοινωνίας.
Χρόνος αναμονής στους κόμβους: Ο χρόνος που περιμένει το πακέτο στον προσωρινό αποταμιευτή κάθε κόμβου, μέχρι να εξυπηρετηθεί.
Χρόνος μετάδοσης στο δίκτυο: Το αντίστροφο του ρυθμού διέλευσης του δικτύου. Χρόνος μετάδοσης στο μέσο: Ο χρόνος που απαιτείται για να μεταδοθεί ένα δυαδικό ψηφίο διαμέσου των φυσικών μέσων που συνθέτουν την από άκρη σε άκρη διαδρομή.
Χωρητικότητα (capacity): Ο συνολικός όγκος των δεδομένων που μπορούν να αποθηκευτούν, να υποστούν επεξεργασία ή να μεταδοθούν.
Ψηφιακά Δίκτυα Ολοκληρωμένων Υπηρεσιών (ISDN: Integrated Service Digital Networks): Δίκτυα μετάδοσης όλων των μορφών κυκλοφορίας, όπως δεδομένων ηλεκτρονικών υπολογιστών, βίντεο, εικόνας, φωνής κτλ. από το ίδιο μέσο μετάδοσης.
Αγγλικά:
AAL (ATM Adaptation Layer): Το επίπεδο που επιτρέπει τη διαχείριση διαφορετικών τύπων δεδομένων σε ένα ενιαίο δίκτυο ATM. Βασικός στόχος του επιπέδου είναι να τοποθετήσει την κατάλληλη επικεφαλίδα σε κάθε κυψελίδα, έτσι ώστε να ενημερώσει τους κόμβους του δικτύου για το είδος της πληροφορίας που αυτή μεταφέρει.
AIX (Athens Internet Exchange): Κόμβος του Διαδικτύου που προσφέρει Τοπική διασύνδεση (peering) στα δίκτυα των μεγαλύτερων Εταιρειών Παροχής Υπηρεσιών Διαδικτύου (ΕΠΥΔ) στη χώρα μας.
ARP (Address Resolution Protocol): Πρωτόκολλο το οποίο κάνει αντιστοίχηση μιας διεύθυνσης του Διαδικτύου με υλικό.
ARPANET (Advanced Research Project Agency Networks): Δίκτυο που στηρίζεται στην τεχνολογία μεταγωγής πακέτων. Δημιουργήθηκε το 1969 και Θεωρείται ένας από τους «προγόνους» του Διαδικτύου.
ATM (Asynchronous Transfer Mode): Σύγχρονη μορφή δικτύου που παρέχει ολοκληρωμένες ψηφιακές υπηρεσίες.
BBS (Bulletin Board System): Υπολογιστής προσπελάσιμος από άλλους υπολογιστές μέσω διαποδιαμορφωτή (modem), ο οποίος χρησιμοποιείται για ανταλλαγή μηνυμάτων και αρχείων. 0ρισμένοι BBS προορίζονται αποκλειστικά για συγκεκριμένα ενδιαφέροντα, ενώ άλλοι είναι γενικού σκοπού. Στις μέρες μας υπολογίζεται άτι υπάρχουν παγκοσμίως περίπου 40.000 BBS.
Carrier Providers: Εταιρείες παροχής δικτυακών εγκαταστάσεων και υπηρεσιών
DCE (Data Circuit Equipment): Διάταξη που χρησιμοποιεί ο διαποδιαμορφωτής ή κάποια άλλη σειριακή συσκευή, για να ανταλλάσσει πληροφορίες με το δίκτυο.
Dial-up: Τηλεφωνική σύνδεση με επιλογή κλήσης από ένα σύστημα πολλών γραμμών που χρησιμοποιούνται από πολλούς χρήστες. Μια επιλογική σύνδεση εγκαθίσταται και διατηρείται για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
DQDB (Distributed Queue dual Bus): Δίκτυο κυψελίδων (cell based) βασιζόμενο σε οπτικές ίνες υψηλών ταχυτήτων, που χρησιμοποιεί δύο ανεξάρτητους παράλληλους διαύλους καθένας από τους οποίους εκπέμπει κελιά σε αντίθετη κατεύθυνση. Χρησιμοποιείται για τη δημιουργία μητροπολιτικών δικτύων.
DTE (Data Terminal Equipment): Συσκευή δεδομένων του χρήστη. Γενικά είναι κάθε συσκευή που συνδέεται στο δίκτυο.
DXC (Digital Exchange Connectors): Συσκευές που χρησιμοποιούνται από το Hellas COM για τη μεταφορά των δεδομένων μέσα στο δίκτυο.
ETSI (European Telecommunications Standards Institute): Το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιακών Προτύπων, που είναι μη κερδοσκοπικός οργανισμός.
EuroISDN: Η υλοποίηση του προτύπου ISDN, όπως έχει οριστεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
MAC (Media Access Control): Μέθοδος πρόσβασης σε δίκτυα ανοικτής ακρόασης (broadcast). Το CSMA/CD και το κουπονιού διέλευσης είναι πιο γνωστές μέθοδοι πρόσβασης.
MIB (Management Information Base): Τυπική περιγραφή ενός συνόλου από δικτυακά αντικείμενα που διαχειρίζεται το SNMP.
NMP (Network Management Protocol): Πρωτόκολλο το οποίο καθορίζει τη διαχείριση ενός δικτύου και την επόπτευση των δικτυακών συσκευών και των λειτουργιών μετάδοσης τους.
NMS (Network Management System): Σύστημα που ελέγχει τη ροή των δεδομένων μέσα από τις συσκευές DXC. Αποτελεί το κεντρικό σύστημα διαχείρισης του δικτύου Hellas COM.
NTU (Network Terminal Unit): Συσκευές που τοποθετούνται στις απολήξεις των γραμμών του δικτύου Hellas COM και έχουν τη δυνατότητα να διαχειριστούν τα δεδομένα από το σημείο σύνδεσής τους μέχρι το χρήστη.
NUA (Network User Address): Δωδεκαψήφιος αριθμός κλήσης που χρησιμοποιούν όλα τα τερματικά (σταθμοί δεδομένων) που έχουν μόνιμη σύνδεση στο Hellas Pac, ο οποίος είναι μοναδικός για κάθε σύνδεση και ακολουθεί τη σύσταση Χ. 121 της CCITT.
NUI (Network User Identification): Ειδικός κωδικός αναγνώρισης χρήστη ο οποίος χορηγείται σε κάθε συνδρομητή του Hellas Pac προκειμένου το δίκτυο να του επιτρέπει την πρόσβαση. Ο κωδικός αυτός αποτελεί συνδυασμό λατινικών γραμμάτων και αριθμών και είναι μοναδικός για κάθε χρήστη, αφού είναι το στοιχείο εκείνο βάσει του οποίου χρεώνονται οι επικοινωνίες.
PAD (Packet Assembler Dissembler): Τερματική διάταξη του Hellas Pac η οποία χρησιμοποιείται για την επικοινωνία των ασυγχρόνιστων τερματικών στο δίκτυο.
PCM (Pulse Code Modulation): Παλμοκωδική διαμόρφωση.
Point-to-point Protocol: Παρέχει συγχρονισμένες και ασυγχρόνιστες συνδέσεις ανάμεσα σε δρομολογητές ή ανάμεσα σε σταθμούς και δρομολογητές.
PSTN (Public Switched Telephone Network): Δημόσιο επιλογικό τηλεφωνικό δίκτυο που αποτελείται από τα τηλέφωνα, τις γραμμές σύνδεσης και τα τηλεφωνικά κέντρα
RARP (Reverse Address Resolution Protocol): Πρωτόκολλο το οποίο κάνει αντίστοιχη μιας διεύθυνσης υλικού σε μια διεύθυνση Διαδικτύου.
Roaming: Η υπηρεσία περιαγωγής που επιτρέπει στο χρήστη την πρόσβαση σε υπηρεσίες, ενώ αυτός βρίσκεται μακριά από τον τομέα ευθύνης της ΕΠΥΔ με την οποία έχει συνάψει συμβόλαιο. Η εξυπηρέτησή του γίνεται με τη διαμεσολάβηση κάποιας άλλης ΕΠΥΔ, στον τομέα ευθύνης της οποίας βρίσκεται ο χρήστης, μετά από συμφωνία μεταξύ των εμπλεκόμενων ΕΠΥΔ.
SDH (Synchronous Digital Hierarchy): Πρότυπη τεχνολογία συγχρονισμένης μετάδοσης
SONET (Synchronous Optical Network): Σύσταση για συγχρονισμένα δίκτυα υψηλών ρυθμών μετάδοσης (έως 2,5 Gbps), η οποία είναι σχεδιασμένη να εκτελείται μέσω οπτικών ινών.
SMDS (Switched Multimegabit Data Service): Τεχνολογία δικτύων η οποία βασίζεται στην τεχνική μεταγωγής πακέτων, Παρέχει υψηλούς ρυθμούς μετάδοσης και προσφέρεται από τις τηλεφωνικές εταιρείες.
TCP/IP: Οικογένεια πρωτοκόλλων του Διαδικτύου.
TCP (Transfer Control Protocol): Πρωτόκολλο για τον έλεγχο μεταφοράς δεδομένων το οποίο εκτελείται σε συνεργασία με το πρωτόκολλο IP. Το TCP είναι προσανατολισμένο στη σύνδεση (connection-oriented), που προσφέρει μια αξιόπιστη διπλής κατεύθυνσης σύνδεση για μια διεργασία του χρήστη.
TEN-155: Πανευρωπαϊκό ερευνητικό δίκτυο που προσφέρει υψηλής ποιότητας και ταχύτητας υπηρεσίες στην ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα της Ευρώπη.
UDP (User Datagram Protocol): Πρωτόκολλο μη προσανατολισμένο στη σύνδεση (connectionless), το οποίο, σε αντίθεση με το αξιόπιστο TCP, δεν παρέχει εγγύηση ότι οι μονάδες πληροφορίας που διακινούνται (datagrams) θα φτάσουν ποτέ στον προορισμό τους.
Virtual Web Hosting: Η παροχή αποθηκευτικού χώρου και δικτυακής διεύθυνσης από μια ΕΠΥΔ σε έναν πελάτη της ο οποίος Θέλει να αποκτήσει Παρουσία στο Διαδίκτυο χωρίς να διατηρεί δικό του δικτυακό και υπολογιστικό εξοπλισμό.
VPN (Virtual Private Network): Ιδιωτικό νοητό δίκτυο δεδομένων που χρησιμοποιεί τη δημόσια δικτυακή υποδομή και Παρέχει την απαιτούμενη ασφάλεια εφαρμόζοντας συγκεκριμένα πρωτόκολλα και διαδικασίες.
WWW (World Wide Web): Δίκτυο που αποτελείται από σταθμούς εξυπηρέτησης στο Διαδίκτυο οι οποίοι παρέχουν πληροφορίες στη μορφή υπερκειμένου.
Χ.25: Διεθνές πρότυπο για δίκτυα μεταγωγής πακέτων. Το Χ. 25 αποτελεί σύνολο πρωτοκόλλων για την υλοποίηση δικτύων ευρείας περιοχής. Προσφέρει μεγάλη αξιοπιστία και πλήθος υπηρεσιών, σήμερα όμως Θεωρείται ξεπερασμένο.